Η κατάκτηση του ψωμιού Κεφάλαιο 16: Η αποκέντρωση της βιομηχανίας

Peter Kropotkin

Η κατάκτηση του ψωμιού

Κεφάλαιο 16: Η αποκέντρωση της βιομηχανίας
I

Μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους η Βρετανία είχε σχεδόν πετύχει στο να καταστρέψει τις κύριες βιομηχανίες, οι οποίες είχαν ξεπηδήξει/ αναπτυχθεί στην Γαλλία στο τέλος του προηγούμενου αιώνα. Επίσης έγινε «κυρία» των Θαλασσών και δεν είχε σημαντικούς αντιπάλους. Ανέλαβε την κατάσταση και ήξερε πώς να κάνει υπολογίσιμα τα προνόμια και τα πλεονεκτήματά της. Καθιέρωσε ένα βιομηχανικό μονοπώλιο και , επιβάλλοντας στους γείτονές της τις τιμές της για τα αγαθά που μόνο αυτή μπορούσε να κατασκευάσει, συσσώρευσε πλούτο επί πλούτου.

Αλλά καθώς η αστική επανάσταση του 18^ου αιώνα κατήργησε την δουλεία και δημιούργησε προλεταριάτο στη Γαλλία, η βιομηχανία, παρακωλυμένη για κάποιο διάστημα στην διαδρομή της, επανέκαμψε, και από το δεύτερο μισό του 19^ου αιώνα η Γαλλία σταμάτησε να είναι η υποτελής της Αγγλίας στα βιομηχανικά αγαθά. Σήμερα έχει εξελιχθεί σε ένα έθνος με εξαγωγικό εμπόριο. Πουλάει βιομηχανικά αγαθά αξίας πολύ μεγαλύτερης από εξήντα εκατομμύρια λίρες και τα δύο τρίτα από αυτά τα αγαθά είναι βιομηχανικά προϊόντα. Υπολογίζεται ότι πάνω από τρία εκατομμύρια Γάλλοι δουλεύουν για τις εξαγωγές ή ζουν από το εξωτερικό εμπόριο.

Άρα η Γαλλία δεν είναι πλέον η υποτελής χώρα της Αγγλίας. Με την σειρά της αγωνίστηκε να μονοπωλήσει συγκεκριμένους κλάδους της εξαγωγικής βιομηχανίας, όπως μετάξι και έτοιμα ρούχα, και αποκόμισε τεράστια κέρδη από εκεί. Αλλά είναι πλέον στην κατεύθυνση του να χάσει αυτό το μονοπώλιο για πάντα, όπως η Αγγλία βρίσκεται στην κατεύθυνση του να χάσει το μονοπώλιο των βαμβακερών αγαθών.

Πηγαίνοντας προς τα ανατολικά, η βιομηχανία έφτασε στην Γερμανία. Πριν από τριάντα χρόνια η Γερμανία ήταν υποτελής της Αγγλίας και της Γαλλίας για τα περισσότερα βιομηχανικά εμπορεύματα στους ανώτερους κλάδους της βιομηχανίας. Δεν είναι πια έτσι. Στην πορεία των σαράντα πέντε τελευταίων χρόνων, και ειδικά από τον Γάλλο-Γερμανικό πόλεμο και μετά, η Γερμανία έχει αναδιοργανώσει πλήρως την βιομηχανία της. Τα καινούργια εργοστάσια εφοδιάστηκαν με τα καλύτερα μηχανήματα. Οι τελευταίες δημιουργίες της βιομηχανικής τέχνης στα βαμβακερά αγαθά από το Μάντσεστερ ή στα μεταξωτά από την Λυών κτλ, πραγματοποιούνται τώρα στα σύγχρονα γερμανικά εργοστάσια. Χρειάστηκαν δύο ή τρεις γενιές εργατών, στην Λυών και το Μάντσεστερ, για να κατασκευάσουν τα σύγχρονα μηχανήματα. Αλλά οι Γερμανοί τα υιοθέτησαν στην τέλεια μορφή τους. Τεχνικές σχολές, προσαρμοσμένες στις ανάγκες της βιομηχανίας, προμηθεύουν τα εργοστάσια με ένα στρατό από ευφυείς εργάτες – πρακτικούς μηχανικούς που μπορούν να δουλεύουν με τα χέρια και το μυαλό. Η γερμανική βιομηχανία αρχίζει στο σημείο, που έφτασαν το Μάντσεστερ και η Λυών μόνο μετά από πενήντα χρόνια ψαξίματος στα τυφλά, της εξάσκησης και του πειράματος.

Συνεπάγεται το ότι, καθώς η Γερμανία κατασκευάζει το ίδιο καλά και μόνη της, μειώνει τις εισαγωγές της από την Γαλλία και την Αγγλία χρόνο με το χρόνο. Έγινε ο αντίπαλος στα βιομηχανικά αγαθά στην Ασία και την Αφρική, αλλά και στις αγορές του ίδιου του Λονδίνου και του Παρισιού. Κοντόφθαλμοι άνθρωποι ίσως να φωνάξουν ενάντια στην συνθήκη της Φρανκφούρτης, μπορεί να εξηγούν τον γερμανικό ανταγωνισμό μόνο σε μικρές διαφορές στις σιδηροδρομικές ταρίφες. Μπορούν να πουν ότι η Γερμανία δουλεύει γι το τίποτα και να καθυστερούν στις μικρές πλευρές των ερωτημάτων και να αρνούνται μεγάλα ιστορικά γεγονότα. Αλλά είναι πλέον σίγουρο ότι οι κύριες βιομηχανίες, αρχικά στα χέρια της Αγγλίας και της Γαλλίας, προόδευσαν ανατολικά, και στην Γερμανία βρήκαν μια χώρα νέα, γεμάτη ενέργεια, κατέχουσα μια ευφυή μέση τάξη, και ανυπόμονη με την σειρά της να πλουτίσει από το εξωτερικό εμπόριο.

Όταν η Γερμανία ελευθερώθηκε από την καθυπόταξή της στην Γαλλία και την Αγγλία, έφτιαξε τον δικό της βαμβακερό ρουχισμό, κατασκεύασε τα δικά της μηχανήματα –για την ακρίβεια κατασκεύασε κάθε είδους εμπορεύματα- οι κύριες βιομηχανίες άρχισαν να ριζώνουν και στην Ρωσία, όπου η ανάπτυξη της βιομηχανίας είναι η εκπληκτικότερη καθώς ξεπήδηξε μόλις πρόσφατα.

Τον καιρό της κατάργησης της δουλείας το 1861, η Ρωσία μετά βίας είχε κάποια εργοστάσια. Όλα όσα αυτά χρειάζονταν –μηχανές, ράγες, ατμομηχανές, πλούσιες ύλες- έρχονταν από την δύση. Είκοσι χρόνια αργότερα κατείχε ήδη 85,000 εργοστάσια, και τα αγαθά από αυτά τα εργοστάσια είχαν τετραπλασιαστεί στην αξία.

Τα παλιά μηχανήματα αντικαταστάθηκαν ολοκληρωτικά, και τώρα όλο το ατσάλι που χρησιμοποιείται στην Ρωσία, τα τρία τέταρτα του σιδήρου, τα δύο τρίτα του άνθρακα, όλες οι ατμομηχανές, τα βαγόνια, οι ράγες και σχεδόν όλα τα ατμόπλοια, φτιάχνονται στην Ρωσία.

Η Ρωσία, προορισμένη –όπως έγραφαν οι οικονομολόγοι- να παραμείνει αγροτική περιοχή, αναπτύχθηκε γρήγορα σε μία βιομηχανική χώρα. Παραγγέλνει ελάχιστα από την Αγγλία και πολύ λίγα από την Γερμανία.

Οι οικονομολόγοι παρουσιάζουν τα τελωνεία/ τους δασμούς ως υπεύθυνα/ υπεύθυνους για αυτά τα γεγονότα (;) , παρ’όλα αυτά τα βαμβακερά που κατασκευάζονται στην Ρωσία πωλούνται στην ίδια τιμή με αυτά από το Λονδίνο. Με το κεφάλαιο να μην γνωρίζει τίποτα για την πατρίδα, Γερμανοί και Άγγλοι καπιταλιστές, συνοδευόμενοι από μηχανικούς και εργοδηγούς των εθνικοτήτων τους, εισήγαγαν στην Ρωσία και την Πολωνία βιομηχανίες, των οποίων η αρτιότητα των αγαθών συναγωνιζόταν με τα καλύτερα της Αγγλίας. Αν τα τελωνεία καταργούνταν αύριο, η βιομηχανία μόνο θα κέρδιζε από αυτό. Όχι πολύ μετά οι Βρετανοί βιομήχανοι έδωσαν άλλο ένα γερό χτύπημα στις εισαγωγές ρουχισμού και μάλλινων από την Δύση. Εγκατέστησαν στην νότια και την μέση Ρωσία κολοσσιαία εργοστάσια μαλλιού, εξοπλισμένα με τα τελειότερα μηχανήματα από το Μπράντφορντ, και ήδη τώρα η Ρωσία μετά βίας εισάγει περισσότερα από κάποια λίγα κομμάτια Αγγλικού ρουχισμού και Γαλλικά μάλλινα προϊόντα ως δείγματα.

Οι κύριες βιομηχανίες όχι μόνο κινήθηκαν ανατολικά, αλλά εξαπλώνονται και στις νότιες χερσονήσους. Η έκθεση του Τορίνο το 1884 έχει είδη δείξει την πρόοδο που έγινε στην Ιταλική βιομηχανική παραγωγή και, ας μην κάνουμε λάθος γι’αυτό, το αμοιβαίο μίσος ανάμεσα στις δύο αστικές τάξεις, της Γαλλικής και της Ιταλικής, δεν κατάγεται παρά από την βιομηχανική τους αντιπαλότητα. Η Ισπανία γίνεται επίσης μία βιομηχανικά χώρα, ενώ στην ανατολή, η Βοημία έχει ξαφνικά εξελιχθεί σημαντικά, ως ένα νέο βιομηχανικό κέντρο, εφοδιασμένη με τέλεια μηχανήματα και εφαρμόζοντας τις καλύτερες επιστημονικές μεθόδους.

Μπορούμε ακόμα να αναφέρουμε την γρήγορη πρόοδο της Ουγγαρίας, στις κύριες βιομηχανίες, αλλά ας πάρουμε αντί για αυτό την Βραζιλία ως παράδειγμα. Οι οικονομολόγοι καταδίκασαν την Βραζιλία να καλλιεργεί βαμβάκι για πάντα, να το εξάγει σε ακατέργαστο, και να λαμβάνει βαμβακερό ρουχισμό από την Ευρώπη ως αντάλλαγμα. Στην πραγματικότητα, εδώ και σαράντα χρόνια η Βραζιλία είχε μόνο εννιά άθλια μικρά εργοστάσια βαμβακιού με 385 ατράκτους. Σήμερα υπάρχουν 108 βαμβακόμυλοι, που έχουν 715,000 ατράκτους και 26,050 αργαλειούς, που υφαίνουν 234 εκατομμύρια γιάρδες υφασμάτων στην αγορά ετησίως.

Ακόμα και το Μεξικό ετοιμάζεται να κατασκευάσει βαμβακερά ρούχα , αντί να τα εισάγει από την Ευρώπη. Όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν σχεδόν απελευθερωθεί από την Ευρωπαϊκή κηδεμονία, και έχουν αναπτύξει θριαμβευτικά τις βιομηχανικές τους δυνάμεις (ΣτΜ: Δεν λες τίποτα Πέτρο!)

Αλλά ήταν η Ινδία που έδωσε την πιο τρανταχτή απόδειξη ενάντια στην εξειδίκευση των εθνικών βιομηχανιών.

Όλοι ξέρουμε αυτή την θεωρία: τα μεγάλα Ευρωπαϊκά έθνη χρειάζονται αποικίες, γιατί οι αποικίες στέλνουν ακατέργαστες ύλες –ίνες βαμβακιού, ακαθάριστο μαλλί, μπαχαρικά κτλ. στην μητέρα-πατρίδα. Και η μητρόπολις/ μητέρα-πατρίδα, με τον ισχυρισμό ότι θα τους στείλει βιομηχανικά αγαθά, ξεφορτώνεται τις καμένες ουσίες/ απόβλητά της , τα απομεινάρια σιδήρου από τις μηχανές τις και οτιδήποτε δεν της χρειάζεται πια. Τις κοστίζει λίγα, ή τίποτα, και, αν μη τι άλλο, τα αντικείμενα πωλούνται σε υπερβολικές τιμές.

Αυτή ήταν η θεωρία –αυτή ήταν και η πρακτική για πολύ καιρό. Στο Λονδίνο και το Μάντσεστερ περιουσίες φτιάχτηκαν ενώ η Ινδία καταστρεφόταν. Στο ινδικό Μουσείο στο Λονδίνο πρωτάκουστα πλούτη, συγκεντρωμένα στην Καλκούτα και την Βομβάη από Άγγλους εμπόρους, θα εκτεθούν.

Αλλά άλλοι Άγγλοι έμποροι και καπιταλιστές συνέλαβαν την πολύ απλή ιδέα ότι θα ήταν πολύ πιο σοφό να εκμεταλλευτούν τους αυτόχθονες της Ινδίας με το να φτιάχνουν βαμβακερά αγαθά στην ίδια την Ινδία, από το να εισάγουν ετησίως αγαθά αξίας από πεντακόσια ως εξακόσια εκατομμύρια φράνκα.

Αρχικά, μια σειρά πειραμάτων έληξαν με αποτυχία. Ινδοί υφαντές – καλλιτέχνες και ειδικοί στην δική τους τέχνη, δεν μπορούσαν να εξοικειωθούν στην ζωή του εργοστασίου, τα μηχανήματα που στάλθηκαν από το Λίβερπουλ δεν ήταν καλά, το κλίμα έπρεπε να ληφθεί υπ’όψη και οι έμποροι έπρεπε να προσαρμοστούν σε νέες συνθήκες, τώρα πλήρως εμφανείς, πριν η Βρετανική Ινδία μπορέσει να γίνει ο απειλητικός αντίπαλος της μητρόπολης/ μητέρας-πατρίδας που είναι σήμερα.

Τώρα έχει στην διάθεσή της 200 εργοστάσια, τα οποία απασχολούν περίπου 196,400 εργάτες, και περιέχουν 5,231,000 ατράκτους, 48,000 αργαλειούς και 38 μύλους γιούτας (ύφασμα) με 409,000 ατράκτους. Εξάγει ετησίως στην Κίνα, στις Γερμανικές Ινδίες και την Αφρική τα ίδια λευκά βαμβακερά ρούχα, που λέγεται ότι είναι ειδικότητα της Αγγλίας, αξίας σχεδόν οκτώ εκατομμυρίων λιρών. Και καθώς Άγγλοι εργάτες είναι άνεργοι και σε μεγάλη ανάγκη, Ινδές γυναίκες υφαίνουν με μηχανήματα βαμβάκι για την Άπω ανατολή με αμοιβή έξι πεννών την ημέρα.

Εν συντομία, ευφυείς βιομήχανοι γνωρίζουν καλά ότι δεν είναι μακριά η μέρα που δεν θα ξέρουν τι να κάνουν με τα χέρια των εργοστασίων που αρχικά ύφαιναν βαμβακερό ρουχισμό που εξαγόταν από την Αγγλία. Στο μεταξύ, γίνεται όλο και περισσότερο φανερό ότι η Ινδία θα εισάγει ούτε έναν τόνο σίδερο από την Αγγλία. Οι αρχικές δυσκολίες στην χρήση του κάρβουνου και του σιδήρου έχουν ξεπεραστεί και εργοστάσια, ανταγωνιζόμενα εκείνα στην Αγγλία, έχουν χτιστεί στις ακτές του Ινδικού Ωκεανού.

Αποικίες που ανταγωνίζονται την μητέρα-πατρίδα στην παραγωγή βιομηχανικών αγαθών, αυτός είναι ο παράγοντας που θα ρυθμίσει την οικονομία στον εικοστό αιώνα.

Και γιατί δεν θα έπρεπε η Ινδία να κατασκευάζει βιομηχανικά προϊόντα; Ποιο θα ήταν το εμπόδιο; Το κεφάλαιο; Μα το κεφάλαιο πάει οπουδήποτε υπάρχουν άνθρωποι αρκετά φτωχοί για να τους εκμεταλλευτούν. Η Γνώση; Μα η γνώση δεν αναγνωρίζει εθνικά σύνορα. Η τεχνική ικανότητα του εργάτη; Μα είναι οι ινδοί εργάτες υποδεέστεροι από τα 97,000 αγόρια και κορίτσια, κάτω των 15 ετών, που δουλεύουν τώρα στα Αγγλικά εργοστάσια υφασμάτων;
II

Αφού ρίξαμε μια ματιά στις εθνικές βιομηχανίες θα ήταν πολύ ενδιαφέρων να στραφούμε στις ειδικές βιομηχανίες. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, το μετάξι, ένα εξαιρετικά Γαλλικό προϊόν στο πρώτο μισό του 19^ου αιώνα.

Όλοι ξέρουμε ότι η Λυών έγινε το βιομηχανικό κέντρο του μεταξιού.

Αρχικά το ακατέργαστο μετάξι συλλεγόταν στην νότια Γαλλία, μέχρι που σιγά-σιγά το παράγγελναν από την Ιταλία, από την Ισπανία, από την Αυστρία, από τον Καύκασο και από την Ιαπωνία, για την κατασκευή των μεταξωτών προϊόντων. Στο 1875, από πέντε εκατομμύρια κιλά ακατέργαστου μεταξιού, υπήρχαν μόνο τετρακόσιες χιλιάδες κιλά Γαλλικού μεταξιού.

Αλλά αν η Λυών χρησιμοποιούσε εισαγόμενο μετάξι, γιατί να μην έκανε το ίδιο και η Ελβετία, η Γερμανία, η Ρωσία; Η ύφανση μεταξιού πράγματι αναπτύχθηκε στα χωριά γύρω από την Ζυρίχη. Το Bâle έγινε μεγάλο κέντρο του εμπορίου του μεταξιού. Η Καυκάσια διοίκηση μίσθωσε γυναίκες από την Μασσαλία και εργάτες από την Λυών για να διδάξουν στους Γεωργιανούς την τέλεια εκτροφή των μεταξοσκωλήκων και την τέχνη της μετατροπής του μεταξιού σε βιομηχανικά προϊόντα στους Καυκάσιους χωρικούς. Η Αυστρία ακολούθησε. Τότε η Γερμανία, με την βοήθεια Λυωνέζων εργατών, έχτισε μεγάλα εργοστάσια μεταξιού. Στις Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν το ίδιο στο Πάτερσον.

Και σήμερα το εμπόριο μεταξιού δεν είναι πια Γαλλικό μονοπώλιο. Μεταξωτά φτιάχνονται στην Γερμανία, την Αυστρία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αγγλία. Τον χειμώνα, Καυκάσιοι χωρικοί υφαίνουν μεταξωτά μαντήλια με μισθό που θα σήμαινε πείνα στους υφαντές μεταξιού της Λυών. Η Ιταλία στέλνει μεταξωτά στην Γαλλία, και η Λυών, που στα 1870-4 εξήγαγε προϊόντα μεταξιού αξίας 460 εκατομμυρίων φράνκων, τώρα εξάγει το μισό αυτής της ποσότητας. Στην πραγματικότητα, δεν είναι μακριά η ώρα που η Λυών θα στέλνει στο εξωτερικό μόνο στην ανώτερη τάξη και μερικούς νεωτερισμούς που θα χρησιμεύσουν ως μοντέλα στους Γερμανούς, στους Ρώσους και στους Ιάπωνες.

Και έτσι είναι σε όλες τις βιομηχανίες. Το Βέλγιο δεν έχει πια το μονοπώλιο των υφασμάτων. Υφάσματα φτιάχνονται στην Γερμανία, στην Ρωσία, στην Αυστρία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Ελβετία και η Γαλλική Γιουρα δεν έχουν πλέον το μονοπώλιο ρολογιών: ρολόγια φτιάχνονται παντού. Η Σκοτία δεν διυλίζει πια ζάχαρη για την Ρωσία: η Ρωσική ζάχαρα εισάγεται στην Αγγλία. Η Ιταλία, παρόλο που δεν έχει ούτε κάρβουνο ούτε σίδηρο, κατασκευάζει η ίδια τα τεθωρακισμένα της και τις μηχανές για τα ατμόπλοιά της. Η χημική βιομηχανία δεν είναι πια Αγγλικό μονοπώλιο: το σουλφουρικό οξύ και η σόδα φτιάχνονται ακόμα και στα Ουράλια. Ατμομηχανές, που φτιάχνονται στο Γουίντερθουρ, έχουν κατακτήσει παντού μια πλατιά φήμη και σήμερα η Ελβετία, που δεν έχει ούτε κάρβουνο ούτε σίδηρο –τίποτα εκτός από άριστες τεχνικές σχολές- φτιάχνει μηχανήματα καλύτερα και φθηνότερα από την Αγγλία. Έτσι τελειώνει η Θεωρία της Ανταλλαγής.

Έτσι, η τάση του εμπορίου, όπως και για όλα τα υπόλοιπα, είναι η αποκέντρωση.

Κάθε έθνος βρίσκει ωφέλιμο το να συνδυάσει την γεωργία με την μεγαλύτερη δυνατή ποικιλία εργοστασίων και μηχανουργιών. Η εξειδίκευση* , για την οποία οι οικονομολόγοι μιλούν τόσο έντονα, πλούτισε έναν αριθμό καπιταλιστών αλλά τώρα είναι πια άχρηστη. Αντίθετα, είναι ωφέλιμο για κάθε περιοχή, κάθε έθνος, να καλλιεργεί το δικό του σιτάρι, τα δικά του λαχανικά και να κατασκευάζει όλη την παραγωγή που καταναλώνει στην πατρίδα. Αυτή η ποικιλία είναι η σιγουρότερη εγγύηση της ολοκληρωμένης ανάπτυξης της παραγωγής με αμοιβαία συνεργασία, και τον σκοπό της προόδου, ενώ η εξειδίκευση είναι εμπόδιο στην πρόοδο.

Η γεωργία μπορεί μόνο ακμάσει από κοντά με τα εργοστάσια.. Και μόλις ένα εργοστάσιο εμφανιστεί , μια τεράστια ποικιλία από άλλα εργοστάσια πρέπει να ξεφυτρώσουν γύρω από αυτό, έτσι ώστε, αλληλοϋποστηρίζοντας και διεγείροντας/ υποκινώντας το ένα το άλλο με τις εφευρέσεις τους, να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους.
III

Είναι πράγματι ανόητο να εξάγεις σιτάρι και να εισάγεις αλεύρι, να εξάγεις μαλλί και να εισάγεις ύφασμα, να εξάγεις σίδερο και να εισάγεις μηχανήματα. Όχι μόνο γιατί η μεταφορά είναι σπατάλη χρόνου και χρημάτων, αλλά γιατί, πάνω από όλα, μια χώρα με υποανάπτυκτη βιομηχανία αναπόφευκτα μένει πίσω από τους καιρούς και στην γεωργία. Επειδή μια χώρα χωρίς μεγάλα εργοστάσια να δώσουν στο ατσάλι την τελική του κατάσταση είναι επίσης πίσω και σε όλες τις άλλες βιομηχανίες. Και εν τέλει, επειδή οι βιομηχανικές και τεχνικές δυνατότητες ενός έθνους παραμένουν υποανάπτυκτες.

Στον κόσμο της παραγωγής όλα είναι συνδεδεμένα στις μέρες μας. Η καλλιέργεια του εδάφους δεν είναι πια δυνατή χωρίς μηχανήματα, χωρίς μεγάλα αρδευτικά έργα, χωρίς σιδηρόδρομους, χωρίς εργοστάσια λιπασμάτων. Και για να προσαρμόσεις αυτά τα μηχανήματα, τους σιδηρόδρομους, τις μηχανές άρδευσης, κτλ, στις τοπικές καταστάσεις , ένα συγκεκριμένο πνεύμα εφευρετικότητας, μια συγκεκριμένη τεχνική ικανότητα, που μένουν κρυμμένα για όσο καιρό τα τσαπιά και τα υνιά είναι τα μόνα μέσα καλλιέργειας, πρέπει να αναπτυχθούν.

Αν τα χωράφια είναι να καλλιεργηθούν κατάλληλα , και αν είναι να αποδώσουν τις πλούσιες σοδειές που ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα να περιμένει, είναι βασικό πολλά εργαστήρια και εργοστάσια να αναπτυχθούν μέσα στα όρια των χωραφιών.

Η ποικιλία επαγγελμάτων και ικανοτήτων που θα ξεπεταχτούν από εκεί και θα συνεργαστούν για ένα κοινό σκοπό: να οι γνήσιες δυνάμεις της προόδου.

Και τώρα ας φανταστούμε τους κατοίκους μιας πόλης ή μιας περιοχής –είτε τεράστιας είτε μικρής- να βαδίζουν για πρώτη φορά στο μονοπάτι της κοινωνικής επανάστασης.

Μερικές φορές μας λένε ότι “τίποτα δεν θα έχει αλλάξει”: ότι «τα ορυχεία, τα εργοστάσια κτλ θα απαλλοτριωθούν και θα ανακηρυχθούν εθνική ή κοινοτική ιδιοκτησία, ότι κάθε άνθρωπος θα πάει πίσω στην συνηθισμένη δουλειά του και ότι η ότι η Επανάσταση θα έχει τότε ολοκληρωθεί.»

Αλλά αυτό είναι ένα όνειρο: η Κοινωνική Επανάσταση δεν μπορεί να λάβει χώρα τόσο απλά.

Έχουμε ήδη αναφέρει ότι αν η επανάσταση ξεσπάσει αύριο στο Παρίσι, την Λυών, ή οποιαδήποτε άλλη πόλη –αν οι εργάτες απλώσουν τα χέρια τους στα εργοστάσια, τα σπίτια και τις τράπεζες, η παρούσα παραγωγή θα έχει επαναστατοποιηθεί πλήρως από αυτό το γεγονός.

Το διεθνές εμπόριο θα σταματήσει, οπότε το ίδιο θα κάνει και η εισαγωγή ξένου σιταριού. Η διακίνηση των εμπορευμάτων και των προμηθειών θα παραλύσει. Και τότε η εξεγερμένη πόλη ή περιοχή θα αναγκαστεί να προμηθεύσει την ίδια και να αναδιοργανώσει την παραγωγή. Αν αποτύχει να το κάνει, αυτό συνεπάγεται θάνατο. Αν πετύχει θα επαναστατοποιήσει την οικονομική ζωή της χώρας.

Με την ποσότητα εισαγόμενων εμπορευμάτων να έχει μειωθεί, την παραγωγή να έχει αυξηθεί, με ένα εκατομμύριο Παριζιάνους που δουλεύουν για τις εξαγωγές να έχουν μείνει χωρίς δουλειά, ένα μεγάλο αριθμό εισαγόμενων πραγμάτων κάθε μέρα από μακρινές ή γειτονικές χώρες να μην φτάνουν στον προορισμό τους, με την βιομηχανία της αφθονίας/ πολυτελείας να έχει σταματήσει, τι θα τρώνε οι κάτοικόι έξι μήνες μετά την επανάσταση;

Πιστεύουμε ότι όταν οι αποθήκες θα είναι άδειες, οι μάζες θα προσπαθήσουν να κερδίσουν την τροφή τους από τον γη. Θα αναγκαστούν να καλλιεργήσουν σιτάρι, να συνδυάσουν την γεωργική παραγωγή με την βιομηχανική παραγωγή στο Παρίσι και τις γύρω περιοχές. Θα πρέπει να εγκαταλείψουν τις κοσμητικές δουλειές και να λάβουν υπόψη τους την πιο επείγουσα ανάγκη –το ψωμί.

Οι πολίτες θα αναγκαστούν να γίνουν γεωργοί. Όχι με τον ίδιο τρόπο με τους χωρικούς που λιώνουν οργώνοντας για ένα μισθό που μετά βίας θα τους εφοδιάσει με επαρκές φαγητό για τη χρονιά, αλλά ακολουθώντας τις αρχές της εντατικής καλλιέργειας, της κηπουρικής&, εφαρμοσμένη σε μεγάλη κλίμακα με μέσα τα καλύτερα μηχανήματα που ο άνθρωπος έχει ή μπορεί να εφεύρει. Θα οργώσουν την γη –όχι όπως —« la bête de somme du Cantal/ like the country beast of burden» (ΣτΜ: πραγματικά δεν μπόρεσα να μεταφράσω αυτό το σημείο, το παραθέτω στα Αγγλικά και τα Γαλλικά.)—, ένας Παριζιάνος χρυσοχόος θα διαφωνούσε με κάτι τέτοιο. Θα αναδιοργανώσουν την καλλιέργεια, όχι σε δέκα χρόνια, αλλά αμέσως, κατά την διάρκεια των αγώνων της επανάστασης, από τον φόβο της συντριβής από τον εχθρό.

Η γεωργία θα πρέπει να συνεχιστεί από έξυπνα όντα, επωφελούμενα από τις γνώσεις τους, που θα οργανώνονται σε εύθυμες ομάδες για ευχάριστη δουλειά, όπως οι άνθρωποι που, έναν αιώνα πριν, δούλεψαν στο “Champ de Mars” (αγρός του Μαρτίου) για την γιορτή της Ομοσπονδίας –μια απολαυστική εργασία, όταν δεν φτάνει στην υπερβολή, όταν οργανώνεται επιστημονικά, όταν ο άνθρωπος εφευρίσκει και βελτιώνει τα εργαλεία του και είναι συνειδητά ένα χρήσιμο μέλος της κοινότητας.

Φυσικά, δεν θα καλλιεργούν μόνο, θα παράγουν επίσης αυτά τα πράγματα το οποία αρχικά συνήθιζαν να παραγγέλνουν από ξένα μέρη. Κι ας μην ξεχνάμε ότι για τους κάτοικους μιας επαναστατημένης περιοχής, τα «ξένα μέρη» μπορεί να περιλαμβάνουν και περιοχές που δεν έχουν ακόμα ενσωματωθεί στο επαναστατικό κίνημα. Κατά την διάρκεια των επαναστάσεων του 1793 και του 1871, το Παρίσι αναγκάστηκε να νιώσει ότι το «εξωτερικό» σήμαινε ακόμα και την περιοχή της χώρας που ήταν πολύ κοντά στις πύλες του. Ο κερδοσκόπος του σιταριού στην Troyes πείνασε τους sans culottes του Παρισιού περισσότερο από ότι οι Γερμανικές στρατιές που έφεραν οι συνωμότες των Βερσαλλιών στο Γαλλικό έδαφος. Η επαναστατημένη πόλη θα αναγκαστεί να κάνει το ίδιο χωρίς «ξένους», και γιατί όχι; Η Γαλλία εφηύρε την ζάχαρη από τα ζαχαρότευτλα όταν το ζαχαροκάλαμο άρχισε να σπανίζει κατά την διάρκεια του ηπειρωτικού αποκλεισμού. Οι Παριζιάνοι ανακάλυψαν το νίτρο (ΣτΜ:νιτρικό άλας του καλίου) στα κελάρια τους όταν δεν το λάμβαναν πλέον από έξω. Θα είμαστε κατώτεροι των παππούδων μας, που με δυσκολία ψιθύρισαν τις πρώτες λέξεις της επιστήμης;

Μια επανάσταση είναι κάτι παραπάνω από την καταστροφή ενός πολιτικού συστήματος. Συνεπάγεται το ξύπνημα της ανθρώπινης ευφυΐας, την αύξηση του εφευρετικού πνεύματος κατά δέκα, εκατό φορές. Είναι η αυγή μιας νέας επιστήμης –της επιστήμης ανθρώπων όπως ο Λαπλάς, ο Λαμάρκ, ο Λαβουαζιέ. Είναι μια επανάσταση στο νου των ανθρώπων, περισσότερο από ότι στους θεσμούς τους.

Και οι οικονομολόγοι μας λένε να επιστρέψουμε στα εργαστήριά μας, σαν το να περνάς μια επανάσταση να ήταν σαν να πηγαίνεις σπίτι μετά από έναν περίπατο στο δάσος του Έπινγκ.

Κατ’αρχήν, και μόνο το γεγονός ότι θα έχουμε αγγίξει την αστική ιδιοκτησία, συνεπάγεται την αναγκαιότητα του να αναδιοργανώσουμε εντελώς την όλη οικονομική ζωή στα εργαστήρια, στα λιμάνια, και στα εργοστάσια.

Και η επανάσταση δεν θα αποτύχει στο να δράσει προς αυτή την κατεύθυνση. Αν το Παρίσι, κατά την διάρκεια της κοινωνική επανάστασης, ξεκοπεί από τον κόσμο για ένα ή δύο χρόνια από τους υποστηρικτές της αστικής κυριαρχίας, οι εκατομμύρια σκεπτόμενοί της, όχι ακόμα απογοητευμένοι από την ζωή του εργοστασίου, –αυτή η πόλη των μικρών επαγγελμάτων/ συντεχνιών που διεγείρει το εφευρετικό πνεύμα-, θα δείξουν στον κόσμο τι μπορεί να κατορθώσει το μυαλό του ανθρώπου χωρίς να ζητήσει βοήθεια από τίποτα, εκτός από την κινητική δύναμη του ήλιου που δίνει φως, την ενέργεια του αέρα που φυσάει μακριά τις ακαθαρσίες, και την σιωπηλές ζωικές δυνάμεις που δουλεύουν μέσα στην γη που πάνω της περπατάμε. Θα δούμε τότε τι μπορεί μια ποικιλία επαγγελμάτων, αμοιβαία συνεργαζόμενων σε ένα σημείο της υδρογείου και ζωογονημένη από την κοινωνική επανάσταση, να κάνει για την τροφή, τον ρουχισμό, την στέγαση, και την προμήθεια με κάθε είδους πολυτέλειες σε εκατομμύρια ευφυών ανθρώπων.

Δεν χρειάζεται να γράψουμε κάτι το φανταστικό για να το αποδείξουμε.

Αυτό για το οποίο είμαστε σίγουροι, αυτό που έχει ήδη δοκιμαστεί πειραματικά και αναγνωριστεί ως πρακτικό, θα ήταν αρκετό για να φέρει αποτέλεσμα, αν η προσπάθεια γονιμοποιηθεί, ζωογονηθεί από την τολμηρή έμπνευση της Επανάστασης και την αυθόρμητη ορμή των μαζών.