Ιμπεριαλισμός, Κίνα και Ρωσία

Report this post to the editors

Μια εμπεριστατωμένη ανάλυση A’

Μια ενδο-ιμπεριαλιστική σύγκρουση λαμβάνει χώρα στον Καύκασο, στην οποία ο Γεωργιανός νάνος δρα εκ μέρους και με την κάλυψη των ΗΠΑ. Η καλώς αναμενόμενη και άμεση ρωσική αντίδραση – ο πρώτος γύρος της οποίας έχει νικητή τον Πούτιν – υπογράμμισε μόνο την ηλιθιότητα του προέδρου της Γεωργίας.

Μια ενδο-ιμπεριαλιστική σύγκρουση λαμβάνει χώρα στον Καύκασο, στην οποία ο Γεωργιανός νάνος δρα εκ μέρους και με την κάλυψη των ΗΠΑ. Η καλώς αναμενόμενη και άμεση ρωσική αντίδραση – ο πρώτος γύρος της οποίας έχει νικητή τον Πούτιν – υπογράμμισε μόνο την ηλιθιότητα του προέδρου της Γεωργίας. Ως πολύ καλός εθνικιστής, πεοχώρησε, για μια ακόμα φορά, στην επιλογή της ένοπλης εκπτροπής, λογαριάζοντας φυσικά στη βοήθεια των ΗΠΑ, η οποία, ωστόσο, δεν πρόκειται ποτέ να δοθεί με τη μορφή στρατιωτικής επέμβασης, τη στιγμή που έπρεπε, αντίθετα, να σκεφτεί την τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα του. Άλλωστε, από μόνος του αποτελεί ένα ακόμα πολύ καλό παράδειγμα του πόσο επικίνδυνο είναι για κάποιον να είναι σύμμαχος της Ουάσινγκτον.

Λέγοντας αυτά, ας ρίξουμε μια ματιά στο ζήτημα του ιμπεριαλισμού στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Όπως γνωρίζουμε πολύ καλά, ο ιμπεριαλισμός άρχισε να πρωτοεμφανίζεται γύρω στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, κατά τη διάρκεια μιας πολύ συγκεκριμένης φάσης της ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος. Η πλέον γνωστή μελέτη της εποχής, η οποία κυκλοφόρησε το 1902, ήταν του John Hobson. Αλλά η πρώτη σοβαρή οικονομική μελέτη του όλου ζητήματος πάει λίγο πιο πίσω, στον Charles A. Conant, το έργο του οποίου με τίτλο “Economic Basis of Imperialism”, κυκλοφόρησε το 1898 από την North American Review. Ο “κλασικός” ιμπεριαλισμός αντιμετωπίστηκε ως ένα είδος ιστορικού επεκτατισμού, ως αποτέλεσμα, από τη μια, της καπιταλιστικής συσσώρευσης και, άρα, από την ανάγκη “εξαγωγής” της (και παρά τα χαμηλά επίπεδα κατανάλωσης στις εσωτερικές αγορές των ιμπεριαλιστικών χωρών) και, από την άλλη, ως αποτέλεσμα της ανάγκης της απόκτησης νέων πηγών φτηνών πρώτων υλών και νέων αγορών. Ο ιμπεριαλισμός έχει, λοιπόν, χαρακτηριστεί, γενικώς, ως η επιβολή της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας του ενός Κράτους σε ξένες περιοχές ή/και Κράτη, προς όφελος του ιμπεριαλιστικού εθνικού κεφαλαίου. Το φαινόμενο αυτό έκανε ίσως και χρήση του αποικισμού με τη στενή του έννοια, δηλαδή την επίσημη, άμεση προσάρτηση περιοχών και λαών με στόχο την εκμετάλλευσή τους. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα όπως αυτός καθεαυτός ο αποικισμός.

Ο ιμπεριαλισμός, λοιπόν, είναι μια μορφή μονοπωλιακής προσάρτησης ή ελέγχου των πρώτων υλών, των πηγών ενέργειας και της εξαγωγής του κεφαλαίου. Στον ιδεολογικό τομέα έχει, κατά κάποιο τρόπο, αναμειχθεί με το ευρωπαϊκό εθνικισμό που άνθισε τον 19ο αιώνα με τα αισθήματά του (κατά περιόδους καλυμμένα από τον ανθρωπισμό) περί υπεροχής της ράτσας – κάτι που με κανέναν τρόπο δεν εισήχθη από το γερμανικό ναζισμό (πόσοι θυμούνται, για παράδειγμα, τον Winston Churchill να εξεγείρεται κατά του ρατσισμού;)

Η εξήγηση του ιμπεριαλιστικού φαινομένου από τον Λένιν αποτελεί τώρα πλέον μια κλασική ιστορία. Είναι μια ερμηνεία που έχει μελετήσει τις οικονομικές ρίζες του φαινομένου, δημιουργώντας ένα υψηλό επίπεδο ανάπτυξης στη συγκεντροποίηση της παραγωγής και του κεφαλαίου, κάτι που οδηγεί στην αύξηση των μονοπωλίων, τη δημιουργία (διαμέσου της διάχυσης του βιομηχανικού και τραπεζικού κεφαλαίου) ενός σκληρού οικονομικού κεφαλαίου και, γι’ αυτό, μιας οικονομικής ολιγαρχίας, την ολοένα αυξανόμενη σπουδαιότητα (όχι μόνο από ποιοτικής άποψης) της εξαγωγής του κεφαλαίου σε σχέση με τις εξαγωγές των αγαθών και τη διαίρεση των παγκόσμιων αγορών ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις. Κοιτάζοντας σ’ αυτή την ανάλυση και, άρα, παραδεχόμενοι την άποψη της οικονομικής φαινομενολογίας, η σημερινή παγκοσμιοποίηση ίσως θεωρείται ότι είναι μια περαιτέρω ερμηνεία – στην παρούσα εποχή της υψηλής τεχνολογίας – της κατάστασης που μελετήθηκε από τον Λένιν.

Έχει ειπωθεί στους σύγχρονους καιρούς ότι έχουμε περάσει σε μια νεο-ιμπεριαλιστική φάση, που χαρακτηρίζεται μάλλον από μια άτυπη (από την άποψη της ηθικής και των ΜΜΕ) μορφή κυριαρχίας, αν και όχι πάντα χωρίς τη στρατιωτική της προστασία. Βασικά, η παγκοσμιοποίηση θεωρείται ότι ήταν μια ανάγκη αποφασιστικής σημασίας. Αυτό που προκαλεί εντύπωση δια μιας σχετικά το φαινόμενο αυτό, είναι ο ρόλος (και η τεράστια εξουσία) των πολυεθνικών, η μεγάλη ροή της κερδοσκοπικής κίνησης του κεφαλαίου, η συντριπτική ποσοτική υπεροχή της κίνησης του κεφαλαίου με μεγάλη σημασία στην κίνηση των αγαθών, και η τεράστια κυκλοφορία ντοκουμέντων και πληροφόρησης. Κάποιοι, πάντως, αναρωτιούνται εάν όλα αυτά εξελλίσσονται ως αποτέλεσμα των συστατικών χαρακτηριστικών του φαινομένου. Με άλλα λόγια, εάν πρέπει να δίνουμε σημασία σε όψεις που είναι εγγενείς στην παραγωγική διάσταση, με την έννοια ότι επιστρέφοντας στη σφαίρα των σχέσεων παραγωγής πρέπει να δώσουμε προσοχή και στον ρόλο του κεφαλαίου στην παρούσα κατάσταση των επιπέδων “αξιολόγησης”, σε σχέση με τις σφαίρες παραγωγής και κυκλοφορίας. Δεδομένου ότι τα άνισα συστήματα εξακολουθούν να επιμένουν, η μεγαλύτερη παραγωγική χωρητικότητα (ιδιότητα) των κυρίαρχων χωρών έχει ως αποτέλεσμα την απόλαυση λιγότερων εργάσιμων ωρών – όσον αφορά την παραγωγή – και στην απόκτηση μονεταριστικής αξίας που είναι πιο υψηλή – όσον αφορά την κυκλοφορία. Βασικά, ειδωμένος κατ’ αυτό τον τρόπο, ο πραγματικός, βασικός (κάποιος θα πει δομικός) στόχος ίσως είναι η διατήρηση των άνισων συστημάτων αξίας-εργασίας, στα οποία η ανάγκη απόκτησης της μιας ή της άλλης ύλης θα μπορεί να είναι ενορχηστρωμένη (και όχι πλέον πρωταρχικά) όπως συνέβαινε στον ιμπεριαλισμό των αρχών του 20ού αιώνα. Αυτή η φυσιολογική επιμονή και αύξηση των διεθνών εντάσεων θα μπορούσε να βρει την απάντησή της στην ανάγκη (αυτών που αναμειγνύονται σε όλα αυτά) να αμυνθούν και να βελτιώσουν τις θέσεις τους στην πλανητική οικονομική κυριαρχία, έτσι σαν να κάνουν σίγουρη την υπερίσχυση της θέσης του ενός ή του άλλου στο άνισο αυτό σύστημα. Αυτό σημαίνει ότι τα πολεμικά επεισόδια δεν αποτελούν απλώς και μόνο μια έκφραση της επιθυμίας για κυριαρχία (δηλαδή δεν είναι μόνο “υποκειμενικά” φαινόμενα).
Ωστόσο, σήμερα, σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από την επιστροφή του ιμπεριαλισμού, ακόμα και σε σχέση με πολέμους που προφανώς δεν έχουν καν κίνητρο, αλλά και κτηνώδεις στρατιωτικές καταλήψεις, και φυσικά με την τεράσια σημασία των αναγκών των μεγάλων δυνάμεων σε πετρέλαιο (και ας θυμηθούμε ότι αυτή η πρώτη ύλη η οποία ικανοποιεί πάνω από το 40% της ενεργειακής κατανάλωσης του κόσμου (1) δεν είναι η αστείρευτη πηγή όπως θεωρείτο κάποτε), δεν φαίνεται πλέον δυνατόν να συμφωνήσουμε στην άποψη ότι ο βασικός στόχος είναι απλώς να διατηρηθεί το άνισο ανταλλακτικό σύστημα αξίας-εργασίας. Απ’ όσο μπορώ να δω, η προοπτική μας πρέπει να αντιστραφεί: είναι οι πηγές ενέργειας που έχουν αποκτήσει τώρα έναν ζωτικό πρωταρχικό χαρακτήρα. Πράγματι, πρέπει να αναρωτηθούμε εάν το σύστημα αυτό της ανισότητας δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα μέσο ώστε να καταστήσει δυνατή την κυριαρχία και όχι το είδωλό της.

Ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ έξω από την αμερικανική ήπειρο έχει αναπτυχθεί μέσω διαφόρων φάσεων. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο συνδέθηκε με την πρόθεση της υπονόμευσης του επιβιώσαντος ευρωπαϊκού αποικισμού ώστε να δημιουργηθεί μια σειρά κρατών υπηρετών της Ουάσινγκτον, αν και επίσημα ανεξάρτητων. Αυτή η φάση έχει γενικά χαρακτηριστεί ως νεο-αποικιοκρατική φάση, με τις τοπικές κυβερνήσεις στην υπηρεσία των πολυεθνικών των ΗΠΑ και των αμερικανικών πολιτικών και στρατιωτικών συμφερόντων. Έτσι δημιουργήθηκε ένας χώρος κυριαρχίας, η βάση του οποίου συγκροτήθηκε χάρη στη στρατιωτική επέμβαση, τις επιχειρήσεις συλλογής πληροφοριών και, πάνω απ΄ όλα, την εργασία των οικονομικών θεσμών, διεθνών (όπως πχ. το Διεθνές Νομιματικό Ταμείο – ΔΝΤ) και αμερικανικών – χωρίς να λογαριάζουμε εδώ τις ένοπλες δυνάμεις των πελατών-κρατών. Με την κατάρρευση του συστήματος παρακολούθησης της ΕΣΣΔ που ακολούθησε την πτώση της ίδιας, δημιουργήθηκε η πιθανότητα για τις ΗΠΑ να επεκτείνουν σημαντικά την παγκόσμια κυριαρχία τους, χάρη επίσης στην επέκταση της νεο-φιλελεύθερης ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης και της αίσθησης του ότι απολαμβάνουν πλέον μια ολοκληρωτική ασυδοσία η οποία πήρε τη θέση του φόβου για τον εχθρό που βρισκόταν πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα. Από την ανάδειξη του Τζορτζ Ο. Μπους στην προεδρία των ΗΠΑ, το καρτέλ πετρελαίου αναδείχθηκε στον πλέον σημαντικό παράγοντα των ιμπεριαλιστικών πολιτικών (αν και ακόμα ως μέρος του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος) και μαζί με τη συντηρητική πολιτική του Κλίντον παραχώρησαν έδαφος στην άκρα δεξιά ιδεολογία και τακτική της παρούσας αμερικανικής κυβέρνησης, η οποία υποστηρίζει τους μόνιμους πολέμους, τις στρατιωτικές επιχειρήσεις και καταλήψεις καθώς και τη θεωρητικοποίηση του δικαιώματος των ΗΠΑ να μην θεωρούν τον εαυτό τους δέσμιο καμιάς διεθνούς συμφωνίας εάν δεν ικανοποιούνται πρώτα τα εθνικά τους συμφέροντα.

Οι σημερινοί εχθροί των ΗΠΑ – εκτός από τον ισλαμικό φονταμενταλισμό, τον οποίο ανέθρεψαν οι ίδιες οι ΗΠΑ στα πρώτα του βήματα – είναι η Κίνα και η Ρωσία, ανεξάρτητα από την επίσημη φύση των μεταξύ τους διπλωματικών σχέσεων, οι οποίες είναι φιλικές ή λιγότερο φιλικές. Η Κίνα, η οποία παραμένει η πλέον κατοικημένη χώρα της γης, φαίνεται ότι είναι σήμερα η μόνη χώρα που μπορεί να αντιπαραταθεί στις ΗΠΑ σε περίπου 15 ή 20 χρόνια από σήμερα. Η τεράσια οικονομική ρευστότητα επιτρέπει στην Κίνα να δρα ως επενδυτής σε παγκόσμιο επίπεδο και να υποστηρίζει οικονομικά προγράμματα από τη Νότια Αφρική στη Βενεζουέλα και από το Σουδάν στην Ινδοκίνα, συνάπτοντας συμφωνίες ώστε να διευθύνει ή να διαχειριστεί διαδρόμους κυκλοφορίας πρώτων υλών από την Κασπία προς τις βιομηχανικές της ζώνες στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας, ζώνες στις οποίες είναι ένας από τους μεγαλύτερους συναγωνιστές μαζί με τη Ρωσία, τις ΗΠΑ και τις διάφορες τοπικές δυνάμεις όπως το Ιράν και η Ινδία, δρώντας ως ο αντι-ισλαμικός χωροφύλακας του Συμφώνου της Σανγκάης. Το γιγάντιο οικονομικό πλεόνασμα της Κίνας είναι ακόμα ο καρπός δεκαετιών συσσώρευσης ως αποτέλεσμα του δεύτερου μονοπατιού της “παράλληλης ανάπτυξης” (κέρδη από τη γεωργία στην οποία έχει επενδύσει η βιομηχανία) που ακολουθήθηκε στην Κίνα από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970, η οποία χαρακτηριζόταν από την εκμετάλλευση σε βάρος των Κινέζων εργατών και τη διαχείριση, την οικειοποίηση και διεύθυνση των πλεονασμάτων από το κινεζικό Κράτος το οποίο δεν φοβόταν (και δεν φοβάται ακόμα) να χρησιμοποιήσει μέχρι και ανοικτή βία.

Στην πραγματικότητα, στην Κίνα δεν υπήρξε ποτέ μετάβαση στον κομμουνισμό, ούτε η τεχνο-γραφειοκρατία πήρε ποτέ την εξουσία. Αυτό που έχουμε δει τα τελευταία 60 χρόνια είναι η κρατική καπιταλιστική διαχείρηση από μια άκαμπτη γραφειοκρατική συγκεντρωποίηση, η οποία σήμερα δημιουργεί μια μετάβαση στον καπιταλισμό στην πλέον άγρια μορφή του, αλλά χωρίς να βασανίζεται να το επιτύχει αυτό διαμέσου ενός δυτικού στυλ πολιτικής δημοκρατίας. Πρέπει να αναλογιστούμε επίσης ότι το “οικονομικό θαύμα” της Κίνας, εκτός από το ότι έχει βασιστεί σε μια άγρια εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και της αγροτιάς, έχει χρησιμοποιήσει ευρέως την πολιτική των εξαγωγών των κατευθυνόμενων σε μια παγκόσμια οικονομία η οποία είναι ήδη υπερχρεωμένη και συνεχίζει να στοχεύει πέρα από τα σύνορά της.

Η πραγματική αναλογία ανάπτυξης της Κίνας τρέχει περίπου με 10% το χρόνο (αν όχι περισσότερο). Το 1998 παρήγαγε ήδη το 11,5% του παγκόσμιου GNP και έχει εκτιμηθεί ότι το 2015 θα χρειάζεται να εισάγει 4 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου την ημέρα, που είναι η μισή σημερινή παραγωγή της Σαουδικής Αραβίας. Οι ΗΠΑ βλέπουν την πολιτική της Κίνας ως σοβαρό παράγοντα διατάραξης σε στρατηγικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο στην Αφρική, την Ασία και την Λατινική Αμερική, αρχίζοντας να αποκτά τον έλεγχο των φυσικών πηγών αερίου σε τοπικό επίπεδο. Η Κίνα τείνει να μεταχειρισθεί τις ανατολικές θάλασσες, όπως έκαναν και οι Ρωμαίοι με την Mare Nostrum, δηλαδή τη Μεσόγειο, περικλείοντας την Ιαπωνία και έχοντας το βλέμα στη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ. Η Βιρμανία βρίσκεται ήδη υπό τον έλεγχό της και επιζητά να επεκτείνει την επιρροή της προς την Αραβική Θάλασσα, τον Περσικό Κόλπο και τη Μέση Ανατολή. Στην Ασία, η Κίνα – μαζί με τη Ρωσία – έχει πρόσφατα ήδη επεκτείνει την επιρροή της σε πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες, όπου η αμερικανική παρουσία έχει αδυνατίσει, όπως το Ουζμπεκιστάν. Υπάρχουν φήμες ότι οι Ταλιμπάν προμηθεύονται από την Κίνα – κάτι που αποτελεί αντιαμερικανική δραστηριότητα – αλλά στην παρούσα κατάσταση των πραγμάτων δεν είναι δυνατόν να ειπωθούν περισσότερα.Στη νότια Κίνα, κατασκευάστηκαν 1.850 χλμ. οδικού δικτύου και έχουν ενδυναμωθεί τα φυσικά αμυντικά σύνορα στους πρόποδες των Ιμαλαίων. Η “Λεωφόρος Νο 3”, η οποία ενώνει καυτεθείαν την κινεζική πόλη Kunming με την Μπανγκόκ, διασχίζει επίσης τις μόλις και μετά βίας κατοικημένες περιοχές του Λάος και του Βιετνάμ, δίνοντας μια ξεκάθαρη εικόνα της αληθινής γεωστρατηγικής κινεζικής επέκτασης. Η Κίνα προμηθεύει με τεχνική και στρατιωτική, αλλά και με πυρηνική τεχνολογία, το Πακιστάν. Και δεν είναι λίγα αυτά τα διεθνή ΜΜΕ που ισχυρίζονται ότι οι κινεζικές μυστικές υπηρεσίες γνωρίζουν για τη μεταφορά πυρηνικής τεχνολογίας από το Πακιστάν στο Ιράν, τη Βόρεια Κορέα και τη Λιβύη. Επιπλέον, η κατασκευή του μεγάλου συγκροτήματος λιμένων στη ναυτική βάση Gwadar στην Αραβική Θάλασσα παρέχει στην Κίνα στρατηγικής σημασίας πρόσβαση στον Περσικό Κόλπο καθώς και διέξοδο στον Ινδικό Ωκεανό. Τέλος, το Θιβέτ έχει γίνει αντικείμενο της αποκιοκρατικής πολιτικής της Κίνας.

Είναι πολύ καλά γνωστό ότι υπάρχει αύξηση των πολιτικών και οικονομικών δεσμών ανάμεσα στο Πεκίνο και τη Μέση Ανατολή, τη Νότια Αφρική και τη Λατινική Αμερική, καθώς και με εκείνες τις χώρες που βρίσκονται στον μαυροπίνακα των ΗΠΑ για αρκετό διάστημα, όπως το Ιράν, το Σουδάν και η Βενεζουέλα. Το Σουδάν και το Ιράν είναι ανάμεσα στους πρώτους δέκα προμηθευτές πετρελαίου της Κίνας όπως και οι Ανγκόλα, Κογκό και Ισημερινή Γουινέα. Η Κίνα έχει, επίσης, αρχίσει να εξάγει κεφάλαια, αναγκάζοντας τις ΗΠΑ να συνάπτουν αντικινεζικές συμμαχίες. Στην Αφρική, προς το παρόν, η δραστηριότητα αυτή είναι ένας αρκετά σημαντικός παράγοντας δεδομένου ότι το εμπόριο μεταξύ Κίνας και Αφρικής άγγιξε τα 40 δις δολάρια το 2005, αύξηση κατά 35% σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο. Τα αφρικανικά αποθέματα πετρελαίου έχουν καταστεί εξαιρετικά ενδιαφέροντα, σε τέτοιο μάλιστα σημείο που κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 η Κίνα επένδυσε 8 δις δολάρια στο Σουδάν και 9 εκατομμύρια στη Νιγηρία το 2005, ενώ προμήθευσε, επίσης την Ανγκόλα με δάνεια ύψους 2,5 δις δολαρίων (σε πολύ ελκυστικούς τόκους) το 2004, ποσόν με το οποίο αναμενόταν να ανοικοδομηθεί η χώρα αυτή που καταστράφηκε μετά από 27 ολόκληρα χρόνια εμφυλίου πολέμου. Αυτή ήταν μια πρωτοβουλία με σοβαρές πολιτικές επιδράσεις καθώς επέτρεψε στην κυβέρνηση της Ανγκόλα να απορίψει προσφορά του ΔΝΤ με τις επακόλουθες νεοφιλελεύθερες καταστροφικές πολιτικές.

Ούτε πρέπει να αγνοούμε το γεγονός ότι το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με την Κίνα – $202 δις το 2005 – δεν έχει γίνει σύντομα μικρότερο. Η Κίνα έχει γίνει κάτι σαν ένα είδος τραπεζίτη στις ΗΠΑ, καθώς συνεχίζει να αγοράζει αμερικανικά κρατικά χρεώγραφα και κατέχει τεράστια νομισματικά αποθέματα σε δολάρια (αυτά τα νομισματικά αποθέματα και χρεώγραφα υπολογίστηκαν το 2004 ότι κοστίζουν $6000 δις). Έτσι λοιπόν είναι παραπάνω από προφανές ότι ενώ, από τη μια, η Κίνα βοηθείται μέσω της υποστήριξης σε δολάρια επηρεάζοντας τα επιτόκια, από την άλλη, βρίσκεται και αυτή υπό καθεστώς εξάρτησης. Και αυτή είναι μια άκρως επικίνδυνη κατάσταση, επειδή εάν μια μέρα οι δημοσιονομικές και οικονομικές δυσκολίες των ΗΠΑ χειροτερέψουν σε σημείο που η χώρα να μην μπορεί να ανταποκριθεί πλέον στο εξωτερικό της χρέος, ποιος θα εγγυηθεί ότι οι ηγέτες των ΗΠΑ δεν θα τα ξεκαθαρίσουν όλα αυτά μέσω ενός πολέμου; Θα είναι μια κλασική περίπτωση. Προς στιγμήν, πάντως, οι ΗΠΑ αναγκάζονται να τηρούν μια “ελαστική” στάση απέναντι στο Πεκίνο, καθώς χρειάζονται την Κίνα για να συνεχίσει να αγοράζει τα κρατικά τους χρεώγραφα.