Και τι σημαίνει για σας…
Greek translation of L. Akai’s «What Does “Free Tibet” Mean for You?».
Ο αγώνας για την ελευθερία είναι αξιέπαινος και αξίζει τη συμπάθειά μας. Τη στιγμή που το Κράτος καταφεύγει στη βάναυση βία ενάντια σε έναν λαό, απαιτούνται η αλληλεγγύη και η δράση μας και, στην πραγματικότητα, σε όλο τον κόσμο οι διάφοροι άνθρωποι καλής θέλησης έχουν εκφράσει την αγανάκτησή τους για την κατάσταση στο Θιβέτ. Τα κινήματα διαμαρτυρίας απαιτούν «ένα τέλος στον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό», «ελευθερία», ακόμη και τη «συντριβή του καταπιεστή» και ενώνονται στη βάση τέτοιου είδους συνθημάτων και αιτημάτων. Αλλά τι θα γινόταν εάν το Θιβέτ επρόκειτο να κερδίσει την ανεξαρτησία του από την Κίνα;
Το θέμα της εθνικής απελευθέρωσης είναι περίπλοκο. Οι διακρίσεις, η καταστροφή του πολιτισμού και των τοπικών κοινοτήτων είναι μορφές καταστολής που χρησιμοποιούνται συχνά στον πόλεμο ενός έθνους εναντίον ενός άλλου έθνους, αντίθετα με αυτό που συμβαίνει στα πλαίσια του πολέμου των κυρίαρχων τάξεων εναντίον των υποταγμένων. Κατά συνέπεια, τα κινήματα εθνικής απελευθέρωσης όλων των ειδών τείνουν να δημιουργήσουν την αυταπάτη ενός μαζικού κοινού συμφέροντος εναντίον ενός καταπιεστή ο οποίος έρχεται πάντα από το εξωτερικό. Η «αυτοδιάθεση» είναι πάρα πολύ συχνά ένα σύνθημα που σημαίνει πραγματικά το δικαίωμα των ελίτ ενός δεδομένου έθνους να ασκήσουν εξουσία και επιρροή, οικονομική και πολιτική, σε βάρος εκείνων που θα αποτελούσαν τους υπηκόους ενός νέου έθνους-κράτους.
Δεν αποτελεί καμία σύμπτωση ότι ο «αγώνας να είναι κανείς ελεύθερος» υποστηρίζεται επιλεκτικά. Άτομα ή μεγαλύτερες ομάδες της κοινωνίας μπορούν να δώσουν προτεραιότητα σε έναν αγώνα σε βάρος κάποιου άλλου για διάφορους λόγους και στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική μπορεί να παρατηρήσει κάποιος την «cause celebres» (μεγάλη υπόθεση) που υποστηρίζεται από διάσημα και ισχυρά πρόσωπα αλλά και αποσπά μια δυσανάλογη προσοχή εκ μέρους των ΜΜΕ (όταν συγκρίνεται με άλλους ανάλογους αγώνες). Οι «cause celebres» είναι σε θέση να προσελκύσουν και να κινητοποιήσουν τους ανθρώπους και να συσπειρώσουν τους διακαείς υποστηρικτές της υπόθεσης. Αλλά δεν μπορούν να αποτελέσουν «cause celebres» όλοι οι κοινωνικοί αγώνες ή ακόμα και η όποια ανθρώπινη τραγωδία. Οι «cause celebres» προκαλούν εύκολη κινητοποίηση γύρω από αυτά τα κινήματα εθνικής απελευθέρωσης που συσχετίζονται επίσης (όχι συμπτωματικά) με την απόκτηση της ανεξαρτησίας από τα υπερ-κράτη που δημιουργούνται από τα αποκαλούμενα «κομμουνιστικά έθνη». Η βάναυση ολοκληρωτική φύση των εν λόγω κρατών αποδεικνύεται περίφημα με την αγανάκτηση χωρών πολλές από τις οποίες έχουν ακόμη και ισάξιες αγριότητες στον απολογισμό τους. Τα μέλη του αμερικανικού πολιτικού καθεστώτος σπεύδουν να καταδικάσουν γρήγορα την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα και μερικοί απαιτούν ακόμη και μποϊκοτάρισμα των Ολυμπιακών Αγώνων παρόμοιου με αυτό που πραγματοποιήθηκε το 1980, ενώ οι Αμερικανοί συνεχίζουν να σκοτώνουν τους πολίτες στους διάφορους πολέμους για το πετρέλαιο, να υποστηρίζουν τους δεξιούς παραστρατιωτικούς δολοφόνους, να εκτελούν τους φυλακισμένους και να υποστηρίζουν οικονομικές συνθήκες εργασίας εν είδει σκλαβιάς στα εργοστάσια σε όλο τον κόσμο όπου παράγονται τα αγαθά για τους Αμερικανούς καταναλωτές. Μερικοί «ενδιαφερόμενοι πολίτες του κόσμου» απαιτούν με παροξυσμό το μποϊκοτάρισμα των Ολυμπιακών Αγώνων από τις ΗΠΑ. Με αυτό δεν εννοούμε ότι η αντίδραση για την κατάσταση στο Θιβέτ είναι αδικαιολόγητη. Ακριβώς το αντίθετο. Εντούτοις, θα επιθυμούσα να θέσω μερικά ζητήματα για εξέταση του ζητήματος.
Η κατάσταση στο Θιβέτ αντιμετωπίζεται από πολλούς, αρκετά δικαιολογημένα, με μια αίσθηση επείγουσας ανάγκης. Στην πόλη όπου διαμένω, έγιναν τουλάχιστον τρεις δημόσιες εκδηλώσεις την προηγούμενη εβδομάδα με συμμετοχή μεγάλου αριθμού ανθρώπων και σε όλη τη χώρα αρκετοί άνθρωποι κινητοποιήθηκαν αμέσως. Εκλιπαρούμε παθιασμένα να μποϊκοτάρουμε την εταιρία που παράγει τις ολυμπιακές στολές, να πάμε έξω από την κινεζική πρεσβεία, να μποϊκοτάρουμε τα κινεζικά αγαθά και οποιοσδήποτε δεν είναι τόσο ενθουσιώδης με όλα αυτά κατηγορείται ότι υποστηρίζει τη γενοκτονία. Συγκρίνοντας, πολλά πρόσφατα γεγονότα αγνοήθηκαν κατά ένα μεγάλο μέρος σε αυτά τα μέρη, όπως για παράδειγμα οι πρόσφατες τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των Κούρδων ή, κατά ακόμα πιο τραγικό τρόπο, η συνεχιζόμενη και προσβλητική κατάσταση στο Κονγκό. Πώς είναι δυνατόν να έχουν σκοτωθεί στο Κονγκό πάνω από 5 εκατομμύρια άνθρωποι κατά τη διάρκεια των τελευταίων 10 χρόνων και οι πολυπληθείς μάζες των ακτιβιστών αυτού του τόπου να έχουν μείνει παθητικοί αν όχι συνολικά ανίδεοι για την κατάσταση;
Η απάντηση είναι σύνθετη και, δυστυχώς δεν μας εξυπηρετεί και τόσο. Οι Θιβετιανοί μπορούν να παρουσιαστούν εύκολα ως τα τελευταία θύματα. Όπως υποστήριξε κάποιος σχολιαστής του διαδικτύου, οι Θιβετιανοί αξίζουν την υποστήριξή μας πιο πολύ από τους Κούρδους επειδή δεν είναι βίαιοι. Αναρωτήθηκα «πόσους ανθρώπους έχουν σκοτώσει αυτοί;» (σε σύγκριση με τους Κούρδους).
Δεν νομίζω ότι οποιοιδήποτε ιστορικοί είναι σε θέση να δώσουν μια απάντηση σε αυτήν την ερώτηση. Κατά τη διάρκεια της θιβετιανής αντίστασης που προετοιμάστηκε από την CIA, έχασαν τη ζωή τους δεκάδες χιλιάδες Kινέζοι, αλλά οι υποστηρικτές της υπόθεσης του Θιβέτ υποστηρίζουν ότι η πράξη αυτή ήταν αυτοάμυνα. Αυτήν την περίοδο μερικοί Θιβετιανοί έχουν συμμετάσχει επίσης σε μερικά επεισόδια εθνικής βίας (στην πραγματικότητα πογκρόμ) τα οποία επίσης δικαιολογούνται από τους υποστηρικτές της υπόθεσης ως η κατάλληλη αντίδραση στην κινεζική αποικιοκρατία στο Θιβέτ. Αυτού του είδους τα επεισόδια, εάν έχουν γίνει γνωστά σε όλους, αντιπαραβάλλονται εύκολα από τις κυρίαρχες εικόνες των βουδιστικών μοναχών στα ΜΜΕ, με προεξάρχοντα τον Dalai Lama ως απόστολο της ειρήνης, μια ευγενής αντιπαράθεση στους βίαιους και βάρβαρους Κινέζους.
Η δημιουργία τέτοιων εικόνων ειρηνικών και ευτυχισμένων Θιβετιανών είναι πιθανώς το αποτέλεσμα μιας μακροπρόθεσμης εκστρατείας δημόσιων σχέσεων που υποστηρίζεται από τους αφελείς οπαδούς και καλοθελητές καθώς επίσης και από την κυβερνητική προπαγάνδα. Λίγοι άνθρωποι φροντίζουν να μάθουν για τις πραγματικότητες του φεουδαρχικού συστήματος που υπήρξε στο Θιβέτ μέχρι το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, ούτε επιθυμούν όλοι αυτοί να δουν την «αγιότητά του» τον Dalai Lama ως μια ανθρώπινη θεότητα που ζει σε ένα τεράστιο παλάτι όπου συντηρείται και εξυπηρετείται από την εργασία δουλοπάροικων, ένα πρόσωπο πρωταρχικό ενδιαφέρον του οποίου είναι να διατηρηθεί η κοινωνική δουλικότητα και η θιβετιανή ελίτ. Η κοινωνική σύνθεση της θιβετιανής κοινωνίας δεν διαδραμάτισε κανένα ρόλο όταν η CIA υποστήριξε την αντίσταση του Θιβέτ. Η υποστήριξή της δεύτερης ήταν απούσα όταν χρειάστηκε την Κίνα ως σύμμαχο και ήρθε όταν η πολιτική προτεραιότητά της μετατράπηκε στον αγώνα για τη «διάδοση του κομμουνισμού».
Η εκστρατεία για την απελευθέρωση του Θιβέτ που κορυφώθηκε στη δεκαετία του ’80 προωθήθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος μέσω της βοήθειας της CIA και της National Endowment for Democracy. Με μια τέτοια υποστήριξη, η εκστρατεία είχε μια καλή αρχή στην οικοδόμηση κινημάτων βάσης και ομάδων φοιτητών που θα της έδιναν αργότερα την πλήρη νομιμότητα ενός κινήματος ενεργών στελεχών. Οι Θιβετιανοί έγιναν ένα τέλειο αντικείμενο που θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως το ιδανικό θύμα: ειρηνόφιλοι, θρησκευόμενοι, σοφοί, ζώντας στο Shangri-La και καταπιεσμένοι κατά αισχρό τρόπο από τους χειρότερους καταπατητές των ανθρώπινων δικαιωμάτων παγκοσμίως. Προσωπικότητες, Βουδιστές και ακολουθητές του New Age, βοηθούν τα μέγιστα στην προώθηση του ζητήματος στην επικρατούσα τάξη.
Κατά συνέπεια, η υπόθεση, αποκτώντας νομιμότητα μέσω των καθεστωτικών ΜΜΕ και γινόμενη μια cause celebre, εναγκαλίζεται από χιλιάδες ανθρώπους σε όλο τον κόσμο που ενδιαφέρονται για την ειρήνη και την κοινωνική δικαιοσύνη και έχουν πιστέψει τα πάντα σχετικά γι’ αυτή. Μερικοί προβλέπουν την ανάπτυξη κάποιου είδους αστικής κοινωνίας των πολιτών αφότου απελευθερωθεί το Θιβέτ, ενώ άλλοι διατηρούν κάποιο όραμα του πνευματικού Θιβέτ και εμφανίζονται στις διαδηλώσεις φορώντας τις πορτοκαλιές τηβέννους και επιδεικνύουν πορτρέτα του Dalai Lama. Και ενώ αυτή η υπόθεση παρακολουθείται από χιλιάδες ανθρώπους, εκατοντάδες άλλοι εξίσου επείγοντες αγώνες παραμένουν άγνωστοι ή εξαλείφονται επειδή οι συντελεστές των αγώνων αυτών αποτυγχάνουν να παρουσιαστούν ως τα τέλεια θύματα. Πρέπει να έχουν καθοριστεί και δοθεί στον κόσμο μέσω του φακού του εξαρτημένου από τον καπιταλισμό Τύπου, αλλιώς δεν εμπνέουν αρκετό συναίσθημα για να αποκτήσουν την υποστήριξη όλων.
Ο αγώνας για ένα «ελεύθερο Θιβέτ ίσως αρχίσει με έναν αγώνα εναντίον του κινεζικού αστυνομικού κράτος – αλλά βεβαίως δεν τελειώνει εκεί. Η αυτοδιάθεση είναι συνήθως μια λέξη-«κλειδί» για τον εθνικό προσδιορισμό, αλλά η πραγματική αυτοδιάθεση αρχίζει με την αυτοδιεύθυνση. Μπορεί το κίνημα στο Θιβέτ να μετασχηματιστεί από έναν εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα σε μια κοινωνική επανάσταση; Δεν έχουμε κανένα στοιχείο τέτοιων επαναστατικών τάσεων, αν και οι πληροφορίες που λαμβάνουμε φιλτράρονται μέσω του ιδεολογικού φακού της φιλελευθεροποίησης. Η πρόσφατη εμπειρία δείχνει ότι οι άνθρωποι μπορούν να ανατρέψουν το ζυγό ενός ολοκληρωτικού κομμουνιστικού κράτους, αλλά χωρίς την εμπειρία αυτο-οργάνωσης σε επίπεδο βάσης και λειτουργώντας κατά ένα μεγάλο μέρος σε ένα κενό, τέτοιες χώρες μπορούν να αναπτυχθούν ως περισσότερο ή λιγότερο δημοκρατικές οικονομίες της αγοράς που οργανώνονται από τις οικονομικές ελίτ ή μπορούν να μετατραπούν σε μονοκρατορίες ή μάλλον μη δημοκρατικά καθεστώτα όπως αυτά που συναντάμε στην κεντρική Ασία.
Έτσι, ο αγώνας για την ελευθερία του Θιβέτ είναι όχι μόνο αγώνας εναντίον του κινεζικού Κράτους, αλλά και αγώνας εναντίον όλων εκείνων των δυνάμεων που θα υποδούλωναν το μέσο Θιβετιανό με στόχο το κέρδος κατ’ όνομα μόνο ανεξαρτησίας. Η φεουδαρχική τάξη που αντιπροσωπεύεται από τους μοναχούς, τον Dalai Lama και τους γόνους της εξόριστης τάξης των εμπόρων δεν πρέπει να ριζώσει εκ νέου στη χώρα αυτή.
Ίσως κάποιος επισημάνει βιαστικά ότι η φεουδαρχία δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθεί στο Θιβέτ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ενδέχεται να προκύψουν παρόμοιες συνθήκες κάτω από διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά καθεστώτα. Πολλοί εργαζόμενοι εξακολουθούν να βρίσκονται σε κατάσταση δουλείας ακόμη και στη δυτική Ευρώπη, στις ΗΠΑ ή τα κράτη του Κόλπου, όπου τεχνικά δεν υφίσταται ένα τέτοιο οικονομικό σύστημα. Στα εργοστάσια σε όλη την Ασία, οι εργαζόμενοι μεταχειρίζονται ως κινητή περιουσία, αν και οι χώρες τους έχουν επιτύχει την εθνική ανεξαρτησία. Οι αλυσίδες της μιας κυρίαρχης τάξης αντικαταστάθηκαν απλώς με αυτές μιας άλλης, η μορφή σκλαβιάς είναι το μόνο που τροποποιήθηκε. Το «ελεύθερο Θιβέτ» δεν μπορεί να περιορισθεί μόνο στη θρησκευτική ελευθερία, την ελευθερία του συνδέσμου σε μη βίαιες οργανώσεις ή άλλες ελευθερίες που κανονικά είναι η ανταμοιβή των κινημάτων δημοκρατικής ανεξαρτησίας. Φυσικά, δεν μπορεί κάποιος να δικαιολογήσει την καταστολή τέτοιων ελευθεριών. Ακόμη και ένας που στέκεται κριτικά απέναντι στην παπαδοκρατία μπορεί να καταδικάσει την καταστολή λόγω των θρησκευτικών πεποιθήσεων και να καταλάβει την έννοια του αγώνα εναντίον της. Αλλά όλες αυτές οι ελευθερίες δεν οδηγούν απαραιτήτως σε μια κοινωνία όπου υπάρχει αληθινός λαϊκός έλεγχος, όπου οι εργαζόμενοι και οι κοινότητες συνεργάζονται για την κοινωνική δικαιοσύνη και όπου οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ στερούνται της εξουσίας τους, των μέσων εκμετάλλευσης και ελέγχου σε βάρος των ανθρώπων. Το όραμα του «ελεύθερου Θιβέτ» είναι μεν ενθαρρυντικό, αλλά, δυστυχώς του λείπει ακόμα η λαϊκή φαντασία.
* Η συγγραφέας του άρθρου είναι αναρχική από την Πολωνία. Ελληνική μετάφραση «ούτε θεός-ούτε αφέντης», 29 Μάρτη 2008.