Εναλασσόμενες τάσεις του αναρχισμού: Υπάρχουν δύο κύριες “σχολές” σκέψης στον αναρχισμό, οι οποίες συμφωνούν μεταξύ τους στον αντικρατισμό, τον αντικαπιταλισμό και την αντίσταση σε κάθε καταπίεση, αλλά διαφωνούν στην επανάσταση, τη δημοκρατία, την προσχεδιασμένη πολιτική και την ταξική πάλη.
Uri Gordon (2008). Anarchy Alive!
Michael Schmidt & Lucien van der Walt (2009). Black Flame.
Έχει ειπωθεί από διάφορους θεωρητικούς ότι υπάρχουν δύο κύριες τάσεις στον σύγχρονο αναρχισμό. Εδώ θα παραθέσω το πώς βλέπω τις δύο αυτές τάσεις στο αναρχικό κίνημα, χρησιμοποιώντας τα δύο βιβλία που παρέθεσα πριν για να δείξω τις δύο αυτές τάσεις (αν και το κείμενο αυτό δεν αποτελεί παρουσίαση του βιβλίου Black Flame). Θα τις περιγράψω ως διαφωνούσες σε ζητήματα όπως αυτό της επανάστασης ή του ρεφορμισμού ή της δημοκρατίας, τι ακριβώς σημαίνει “προσχεδιασμένη πολιτική” καθώς και τη στάση απέναντι στην εργατική τάξη.
Σχεδόν στην αρχή του πρόσφατα (2008) δοσμένου στην κυκλοφορία βιβλίου του Uri Gordon (Ισραηλινού αναρχικού) για τον αναρχισμό, ο συγγραφέας περιγράφει την “πιο κύρια διαίρεση” ανάμεσα στους αναρχικούς. Αρχίζει με τον τρόπο που την περιέγραψε ο David Graeber (από τις ΗΠΑ) ως ανάμεσα διαφορά σε “μια μειοψηφική τάση “σεχταριστικών” ή αναρχικών ομάδων “με κεφαλαίο άλφα” η οποία έχει αναπτύξει δογματικά πολιτικά προγράμματα και μια “πλειοψηφούσα τάση αναρχικών με μικρό άλφα”… οι οποίοι αποτελούν “το πραγματικό κέντρο ιστορικής δυναμικής αυτή τη στιγμή” και που από προγραμματικής άποψης είναι πιο χαλαροί (Gordon 2008; p.23-24 – για τις απόψεις μου για τον αναρχισμό του Graeber δες Price 2007). Αλλά μόνη ομάδα στην οποία αναφέρεται ο Graeber και την οποία χαρακτηρίζει σεχταριστική, δογματική, “αναρχικούς με κεφαλαίο άλφα” είναι η Northeastern Federation of Anarchist-Communists (NEFAC) της οποίας είμαι μέλος αλλά όχι ο “επίσημος” εκπρόσωπός της.
Ο Gordon νομίζει ότι υπάρχει “κάτι” στη διάκριση του Graeber, αλλά το οποίο πρέπει να ερμηνευτεί πιο “λεπτά”. Πρώτα απ’ όλα, “οι αναρχικές ομάδες με κεφαλαίο άλφα δε είναι καν μια μειονότητα… (έχουν) αρκετές χιλιάδες μέλη” (σελ. 24). Αυτό είναι αλήθεια, εάν στις χιλιάδες αυτές μελών συμπεριλάβουμε και τις αναρχοσυνδικαλιστικές οργανώσεις της Ευρώπης κ.λπ. Αντίθετα, στις κατηγορίες περί “σεχταρισμού” και “δογματισμού”, ο Gordon σημειώνει ότι οι πιο πολλοί “πλατφορμιστές” δεν θεωρούν την Οργανωτική Πλατφόρμα του Μάχνο και των λοιπών του 1926 ως ιερό κείμενο, αλλά τη χρησιμοποιούν ως έναυσμα για διάλογο. (Συχνά, αποκαλώντας κάποιον “δογματικό” συνιστά τον τρόπο του συγγραφέα μέσω του οποίου θέλει να δηλώσει ότι αυτός ο κάποιος διαφωνεί με τον συγγραφέα και αρνείται πεισματικά να δεχτεί τη γνώμη του – του συγγραφέα).
Αντίθετα, ο Gordon βλέπει τη διαφορά μεταξύ των δύο τάσεων ως διαφορά “πολιτικής κουλτούρας” (που αποτελεί έναν μη ιδεολογικό τρόπο για να περιγράψει κανείς τις διαφορές). Η μια τάση (οι αναρχικοί με το άλφα κεφαλαίο) χαρακτηρίζεται με την “παραδοσιακή πολιτική κουλτούρα του αναρχικού κινήματος που διαμορφώθηκε πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο” (σελ. 25). Λέει ότι έχει επίσημες δομές, με εκλεγμένα στελέχη και ότι οι αποφάσεις παίρνονται συχνά μέσω ψηφοφοριών. Ότι δίνουν έμφαση στην οργάνωση στους χώρους εργασίας, στο αντιπολεμικό κίνημα και δημοσιεύουν τις απόψεις τους. Η άλλη τάση (με το μικρό άλφα) δεν ενδιαφέρεται καν για την αναρχική παράδοση, συγκροτεί μόνο άτυπες ομάδες, παίρνει αποφάσεις με συναίνεση και, γράφει ο ίδιος, δίνει έμφαση στην οικολογία, στην πολιτική ταυτότητας, τις πειραματικές κοινότητες και τον ανατολικό μυστικισμό.
“Η διαφορά ανάμεσα στους δύο αναρχισμούς είναι γενεσιουργός – μια ‘Παλαιά Σχολή’ και μια ‘Νέα Σχολή’ (στο ίδιο). Χωρίς να θέλει να καταγγείλει τους αναρχικούς της Παλαιάς Σχολής, ο Gordon (όπως και ο Graeber) τάσσεται απλώς με τη Νέα Σχολή του αναρχισμού. (Δεν είναι πάντα τόσο σεχταριστής. Αργότερα, στο βιβλίο του, αντιτίθεται οργισμένα στις απόψεις μου για το Ισραήλ και την Παλαιστίνη – οι οποίες δεν σχετίζονται κατευθείαν με το θέμα μου εδώ. Δες σελ. 149-151, απάντηση στον Price, 2009).
Ενώ πιστεύω ότι ο Gordon έχει παραθέσει επακριβώς τις δύο κύριες τάσεις του σημερινού αναρχισμού, δεν νομίζω ότι το Παλαιό εναντίον του Νέου αποτελεί ενδεδειγμένο τρόπο για να καταλάβει κάποιος αυτή τη διαίρεση. Αρκετές από τις επονομαζόμενες απόψεις της Νέας Σχολής που παραθέτει μπορούν να ανιχνευθούν στην αναρχική ιστορία, αρχίζοντας από τον Προυντόν, τον Στίρνερ και άλλους. Ο Gordon παραθέτει ειδικά τις απόψεις του Gustav Landauer του 1911 για να δικαιολογήσει τις δικές του απόψεις. Αρκετές από τις απόψεις αυτές αναδείχθηκν από τον Paul Goodman και τον Colin Ward – ανάμεσα σε άλλος αναρχικούς – στις δεκαετίες 1960 και 1970. Ελάχιστες από τις απόψεις της Νέας Σχολής είναι πράγματι νέες.
Η ευρύτερη αναρχική παράδοση
Ωστόσο, η διάκριση αυτή καθεαυτή ισχύει. Αυτό που ο Gordon αποκαλεί Νέα Σχολή και ο Graeber αναρχισμό με το άλφα κεφαλαίο, ονομάζεται “ευρύτερη αναρχική παράδοση” από τους Schmidt και van der Walt από το το Zabalaza Anarchist Communist Front της Νότιας Αφρικής. Αυτή είναι η παράδοση από τον Μιχαήλ Μπακούνιν στον Πέτρο Κροπότκιν στην Έμμα Γκόλνταν και τον Νέστορα Μάχνο, συμπεριλαμβανομένων όλων αυτών που χαρακτηρίζονται αναρχικοί κομμουνιστές και αναρχικοί συνδικαλιστές. Οι περισσότεροι άνθρωποι που αποκαλούν τους εαυτούς τους αναρχικούς ιστορικά ανήκουν σ’ αυτήν την παράδοση.
Το μόνο με το οποίο διαφωνώ σχεδόν στο βιβλίο “Black Flame” είναι ότι οποιοσδήποτε είναι έξω από την ευρύτερη αναρχική παράδοση χαρακτηρίζεται ως “μη αναρχικός”, αν και είναι “ελευθεριακός”. “Ο αναρχισμός της ‘ταξικής πάλης’, μερικές φορές ονομαζόμενος και επαναστατικός ή κομμουνιστικός αναρχισμός, δεν είναι ένας τύπος αναρχισμού. Κατά τη γνώμη μας, είναι ο μόνος αναρχισμός” (Schmidt και van der Walt 2009; σελ. 19). Από τη στιγμή που ο Προυντόν δεν υποστήριξε την ταξική πάλη ούτε την επανάσταση ούτε τον κομμουνισμό, απλώς “επηρέασε” τον αναρχισμό, όπως και ο Μαρξ. Η προσέγγιση αυτή είναι άστοχη. Υπήρξαν και υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που αποκαλούσαν τους εαυτούς τους “αναρχικούς” και οι οποίοι δεν χωρούν στο σύνηθες ρεύμα του αναρχισμού. Ωστόσο, είναι αντικρατιστές και αντικαπιταλιστές, ενώ συχνά θεωρούν τους εαυτούς τους “επαναστάτες”. Είναι, πράγματι, σημαντικό να σημειώσουμε ότι δεν είναι μέρος της κύριας παράδοσης, αλλά είναι χρήσιμο να επιχειρηματολογήσουμε για το εάν είναι “αναρχικοί” ή όχι; Αυτό μας κάνει να φαινόμαστε σεχταριστές και δογματικοί. Πρέπει να δούμε το περιεχόμενο των απόψεών τους (ότι λανθάνουν στην πολιτική τους) παρά την ετικέτα που έχουν διαλέξει.
Όπως σημείωσα, ο Gordon δεν αρνείται ότι η επονομαζόμενη Νέα Σχολή δεν ακολουθεί την “παραδοσιακή πολιτική κουλτούρα του αναρχικού κινήματος”. Απλώς δεν ενδιαφέρεται και ίσως το βρίσκει αυτό προτέρημα.
Πολιτικές διαφορές μεταξύ των δύο τάσεων: Για την Επανάσταση
Για να δούμε τις πραγματικές διαφορές ανάμεσα στις δύο αυτές τάσεις του αναρχισμού είναι απαραίτητο να ρίξουμε μια ματιά στις σοβαρές πολιτικές διαφορές μεταξύ τους – όχι σε μια αντι-ιδεολογική “κουλτούρα” αλλά στις πραγματικές πολιτικές απόψεις.
Η ευρύτερη αναρχική παράδοση (αναρχισμός της ταξικής πάλης ή αναρχισμός της Παλαιάς Σχολής ή οτιδήποτε άλλο) ήταν πάντα επαναστατική. Δηλαδή, τα μέλη της πίστευαν ότι η αστική τάξη δεν πρόκειται να παραδώσει την εξουσία χωρίς αντίσταση, μια αντίσταση που θα επικεντρωθεί στο κράτος. Ένα τεράστιο κίνημα των καταπιεσμένων και εκεμταλλευόμενων πρέπει να εγερθεί για να συντρίψει το κράτος και να παραλύσει την καπιταλιστική οικονομία και κάθε άλλη μορφή καταπίεσης. Όλα αυτά πρέπει να αντικατασταθούν από νέες μορφές λαϊκής αυτο-οργάνωσης και αυτοδιεύθυνσης. Αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση με τον αγώνα των ημερών μας για βελτιώσεις και μεταρρυθμίσεις, αλλά θέτει μια στρατηγική στόχων.
Ο Gordon είναι τυπικό παράδειγμα της Νέας Σχολής αναρχικών (ή οτιδήποτε άλλο) στο ότι αρνείται μια τέτοια επαναστατική προσέγγιση. Οι παραδοσιακοί αναρχικοί, γράφει, χρησιμοποίησαν το επιχείρημα του πώς θα οργανωθεί η κοινωνία μετά την επανάσταση. “Σήμερα, αντίθετα, απουσιάζει από τον αναρχικό λόγο και η προσδοκία για μια τέτοια επαναστατική διαδικασία…” ή το ενδιαφέρον για οράματα στη μετεπαναστατική κοινωνία (Gordon 2008, σελ. 40). Και παραπέρα, “οι αναρχικοί σήμερα δεν ρέπουν στο να σκέφτονται για την επανάσταση – αν και συχνά κάνουν χρήση του όρου – ως ενός μελλοντικού γεγονότος, αλλά μάλλον ως μιας διαδικασίας του σήμερα…” (σελ. 41). Αντί να αλλάξουν όλη την κοινωνία, κάτι που μπορεί να είναι δυνατό ή όχι, γράφει, οι αναρχικοί πρέπει να προωθούν την “αναρχία ως κουλτούρα” στην οποία συμπεριλαμβάνονται μεγάλα γεγονότα, αλλά ακόμα και “εφήμερες στιγμές μη κομφορμισμού και ισότητας χωρίς φροντίδα” (στο ίδιο). Παρατίθενται οι Προσωρινές Αυτόνομες Ζώνες του Hakim Bey, οι οποίες, λέει ο συγγραφέας, ίσως περιλαμβάνουν μια “κυψέλη ντυσίματος” (quilting bee) ή ένα πάρτι.
Δεν έχουμε πρόβλημα με τους μη κομφορμισμούς και τα πάρτι, το αντίθετο μάλιστα. Αλλά δεν αποτελούν στρατηγική για τη λαϊκή ανατροπή του καπιταλιστικού κράτους. Ούτε ο Gordon στεναχωρείται γι’ αυτό. “Η ανάπτυξη μη ιεραρχικών δομών.. είναι, για τους περισσότερους αναρχικούς, αυτοσκοπός”. (σελ. 35) Ο Gordon δεν λέει ποτέ και μάλιστα δυνατά, ότι η τάση του έχει παραιτηθεί από την επανάσταση, αλλά δεν μπορώ να το ερμηνεύσω αυτό αλλιώς.
Για να ακουστεί ριζοσπάστης, ο Gordon και άλλοι αναρχικοί επιμένουν ότι είναι αντιαναρχικό να ασχολούμαστε με αιτήματα από το κράτος, το να προσπαθούμε να κερδίσουμε οφέλη απειλώντας το κράτος ή την καπιταλιστική τάξη. “Μια ‘πολιτική αιτημάτων’… επεκτείνει αδικαιολόγητα την αναγνώριση και νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας… μια στρατηγική που είναι μακριά από τον αναρχισμό” (σελ. 151). Αντίθετα, οι αναρχικοί υποτίθεται ότι πρέπει να δημιουργήσουν έναν καλύτερο κόσμο μέσω της διαφορετικής του ενός από τον άλλον δράσης.
Αλλά οι αναρχικοί έχουν πάντα αρθρώσει αιτήματα από το κράτος, όπως τον τερματισμό της προώθησης των πολέμων ή την απελευθέρωση κρατουμένων ή την προώθηση κοινωνικών ωφελημάτων. Είναι ένας τρόπος του να δειχθεί στους μη αναρχικούς ότι δεν μπορούμε να βασιζόμαστε στο κράτος για να κερδίσουμε κάτι. Και έχουμε αιτήματα και από τους καπιταλιστές, όπως ο αγώνας για τη αναγνώριση των συνδικάτων μας ή για καλύτερες συνθήκες εργασίας. Αρνούμενοι να υποβάλλουμε αιτήματα στο κράτος ή τους καπιταλιστές, ίσως φαίνεται αρκετά ριζοσπαστικό (λες και ενδιαφέρονται για το εάν ή όχι οι αναρχικοί παρέχουν “αναγνώριση και νομιμοποίηση”) αλλά είναι μια ρεφορμιστική οπισθοχώρηση, μια παραίτηση από τον αγώνα.
Ο Gordon δίνει έμφαση στην “προαποφασισμένη πολιτική”. Και οι δύο “σχολές” του αναρχισμού θα μπορούσαν να συμφωνήσουν στη σπουδαιότητα της οικοδόμησης μη ιεραρχικών θεσμών εδώ και τώρα. Αλλά για τον Gordon και την τάση του αυτό που έχει σημασία είναι οι διαπροσωπικές δυναμικές των άτυπων αναρχικών δικτύων ανεξάρτητα από το εάν αυτά είναι αποτελεσματικά ή όχι για περαιτέρω σκοπούς.
Για την ευρύτερη αναρχική παράδοση αυτό που έχει σημασία είναι η οικοδόμηση μιας δημοκρατικής, λαϊκής κουλτούρας αντίστασης. Αναφερόμενοι στις “απεργίες ενοικίων και την κοινοτική οργάνωση”, οι Schmidt και van der Walt λένε ότι “ως μέρος του σχεδίου οικοδόμησης μιας λαϊκής εξουσίας, οι μαζικοί αναρχικοί οικοδομούν πυκνά και αλληλοκαλυπτόμενα δίκτυα λαϊκής και συνδεόμενης ζωής. Αυτά περιλαμβάνουν θεατρικές ομάδες, επιτροπές γειτονιάς, εργατικά νυχτερινά σχολεία…” (σελ. 181).
Ο Gordon δεν δέχεται αυτή την αντίληψη, εν μέρει επειδή δεν πιστεύει στη δημοκρατία, ακόμα και την πιο ριζοσπαστική, συμμετοχική, έκφραση μιας άμεσης δημοκρατίας. Ελάχιστοι αναρχικοί της τάσης του είναι ειλικρινείς όταν αρνούνται τη δημοκρατία. (Ο Graeber, 2002) για παράδειγμα, είναι υπέρ μιας δημοκρατίας η οποία χαρακτηρίζεται με τη συναίνεση). “Ο αναρχισμός… αντιπροσωπεύει όχι τη πιο ριζοσπαστική μορφή δημοκρατίας…” αλλά κάτι άλλο (σελ. 70). Με αυτό ο Gordon φαίνεται ότι εννοεί τη συναίνεση, αλλά αμέσως μετά εξηγεί ότι εννοεί την ηγεσία μιας κρυφής ελίτ όταν οργανώνει ένα κίνημα.
Οι αναρχικοί είναι υποχρεωμένοι να παραδεχτούν ότι αυτή η αόρατη, υπόγεια, πράγματι ανεξήγητη χρήση εξουσίας δεν είναι αναπόφευκτη,,, αλλά ακόμα χρειάζεται να αγκαλιαστεί, από τη στιγμή που συγκλίνει με την κοσμοθεωρία τους για σπουδαίες υποθέσεις“ (σελ. 75). Αυτό είναι σύμφωνο με τις χειρότερες, αντιδημοκρατικές πλευρές της σκέψης των Προυντόν και Μπακούνιν, που το περισσότερο μέρος του αναρχισμού έχει προ πολλού εγκαταλείψει.
Αντίθετα, η άποψη για τους επαναστάτες αναρχικούς της ταξικής πάλης είναι ότι “ο αναρχισμός δεν θα ήταν τίποτα περισσότερο από μια ολοκληρωμένη πραγματοποίηση της δημοκρατίας – δημοκρατίας στα χωράφια, τα εργοστάσια και τις γειτονιές, που συντονίζεται διαμέσου ομοσπονδιακών δομών και συμβουλίων από κάτω προς τα πάνω…” (Schmidt και van der Walt 2009; σελ. 70). Τείνει να εκλάβει τη χρήση της συναίνεσης ή της ψηφοφορίας ως ένα πρακτικό ζήτημα και όχι ως ζήτημα αρχής.
Πολιτικές διαφορές: Για την τάξη
Για την ευρύτερη αναρχική παράδοση το κέτρο της πολιτικής της βασίζεται στην τάξη: υποστηρίζοντας και αποκτώντας ρίζες στην εργατική τάξη καθώς και την αγροτιά. Σε αυτό περιλαμβάνεται και υποστήριξη στη μη ταξική πάλη που βασίζεται σε ζητήματα φύλλου, ράτσας, εθνικότητας, σεξουαλικής κατεύθυνσης, πολέμου και οικολογίας – κάθε ζήτημα που συμπίπτει με ‘ένα άλλο και έχει τον αντίκτυπό του στην εργατική τάξη. Αλλά έχουμε δει ότι η εργατική τάξη έχει μια συγκεκριμένη δύναμη, τουλάχιστον δυνητικά, να σταματήσει τη μηχανή του συστήματος και να την αρχίσει διαφορετικά. (Μια πολύ καλή υπεράσπιση της προοπτικής της βασισμένης στην εργατική τάξη ίσως μπορεί να βρεθεί στο Meiksins Wood (1998). Γι’ αυτό το λόγο, η ευρύτερη αναρχική παράδοση του αναρχισμού της ταξικής πάλης συμπίπτει με τις ελευθεριακές απόψεις του Μαρξ.
Ο Gordon δεν προχωρά με κανέναν τρόπο σε μια ταξική ανάλυση της αναρχικής τάσης που μάς περιγράφει, ούτε ενός άλλου παρόμοιου ζητήματος. Όπως περιγράφει ο ίδιος, το κίνημα της “απελευθέρωσης των ζώων” ανάμεσα στα άλλα, είναι “σημαντικό όσο και οι εργατικοί αγώνες. Στους δεύτερους ο βιομηχανικός τομέας και ο παραδοσιακός συνδικαλισμός έχουν αντικατασταθεί από τις McJobs και τα αυτό-οργανωμένα συνδικάτα των επισφαλώς εργαζόμενων” (σελ. 5) Αυτή η δόση άγνοιας είναι σχεδόν όλη η πλευρά του αναρχισμού που έχει να προσφέρει σε εκατομμύρια εργαζόμενους σε όλο τον κόσμο.
Ο Bookchin και οι άλλας διαφορές
Μερικοί αναγνώστες θα αναρωτηθούν αν και πώς η άποψή μου αυτή περί των δύο τάσεων του αναρχισμού σχετίζεται με τη διάκριση που έκανε ο Murray Bookchin (1995) μεταξύ “κοινωνικού αναρχισμού” και “αναρχισμού ως τρόπου ζωής”. Αφήνοντας κατά μέρος το βιτριολικό στυλ αντιπαράθεσης του Bookchin, υπάρχουν μερικές ομοιότητες. Ο κοινωνικός αναρχισμός του Bookchin έχει ρίζες επίσης στον αναρχικό κομμουνισμό και προωθεί επίσης τη ριζοσπαστική δημοκρατία. Μεγάλο μέρος των κριτικών του τι ονομάζει ο ίδιος αναρχισμό ως τρόπο ζωής έχει σχέση με αυτό που ονομάσει ο Gordon Νέα Σχολή αναρχισμού.
Αλλά αυτά αποτελούν προβλήματα. Θα ήταν ίσως άδικο να κολλήσουμε ετικέτες στον Gordon σαν να τάσσεται υπέρ του “τρόπου ζωής”.. Αυτός, όπως και άλλοι, πιστεύει ότι είναι μέρος ενός λαϊκού κινήματος ενάντια στο κεφάλαιο και το κράτος. Αρχίζει το βιβλίο του με τη συμμετοχή στις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις του G5 το 2005. Ο Bookchin, από την άλλη πλευρά, συμμερίζεται αρκετές από τις θεωρίες εκείνες των ρεφορμιστών αναρχικών. “Ο Bookchin επιζητά να εκπονήσει μια νέα “αναρχική” στρατηγική – απελευθερωμένης από ταξική πάλη και εχθρικής προς την οργανωμένη εργατική τάξη…” (Schmidt και van der Walt 2009; p. 79).. Η στρατηγική του (ελευθεριακός δημοτισμός) βασίστηκε στα εκλεγμένα δημοτικά συμβούλια. Αυτό είναι πιο ρεφορμιστικό από αυτό το “αναρχικοί με μικρό άλφα”. Ως αποτέλεσμα, ο Bookchin έπαψε να αυτοαποκαλείται αναρχικός.
Υπάρχει, τότε, μια τάση του επαναστατικού αναρχισμού η οποία οικοδομεί στο ευρύτερο ιστορικό αναρχικό κίνημα, το οποίο είναι επαναστατικό στις μεθόδους και τους στόχους του, που είναι ριζοσπαστικά δημοκρατικό στα μέσα του και στους προκαθορισμένους στόχους του, που επικεντρώνεται στην εργατική τάξη, αλλά το οποίο υποστηρίζει ακόμα και κάθε άλλο αγώνα ενάντια στην καταπίεση, στοχεύοντας σε μια ελευθεριακή σοσιαλιστική (κομμουνιστική) κοινωνία.
Αντίθετα, ο Gordon υποστηρίζει μια μεγάλη τάση μοντέρνου αναρχισμού που θα μπορούσα να την αποκαλέσω “ρεφορμιστικό αναρχισμό” από τη στιγμή που δεν είναι επαναστατική στις μεθόδους της και τη στρατηγική της (ωστόσο, αγωνίζεται, κατά κάποιο τρόπο, για μια ελεύθερη κοινωνία). Δεν οικοδομεί πάνω στις κύριες απόψεις του παραδοσιακού αναρχισμού. Συχνά είναι αντιδημοκρατική, τουλάχιστον στη θεωρία. Παίζει με ταξικά παιχνίδια ή τα αγνοεί στην πράξη. Είναι φανερά αντικαπιταλιστική και πιθανά σοσιαλιστική ή κομμουνιστική, αλλά χωρίς μια στρατηγική για επανάσταση για να δημιουργηθεί μια τέτοια κοινωνία αυτό δεν σημαίνει και πολλά πράγματα στην πράξη.
Υπάρχουν άλλα ζητήματα ανάμεσα στις δύο αυτές τάσεις καθώς και στο εσωτερικό της καθεμιάς από αυτές με τα οποία δεν ασχολήθηκα εδώ. Ο Gordon, για παράδειγμα, συμπαθεί αρκετά τον αναρχοπρωτογονισμό και τον αναρχοειρηνισμό, αλλά δεν συμφωνεί πλήρως με την κάθε τάση από αυτές. Και όπως οι Schmidt και van der Walt σημειώνουν, η ευρύτερη αναρχική παράδοση περιλαμβάνει μια διάσπαση μεταξύ των εξεγερτικών αναρχικών και των αναρχικών της μαζικής ταξικής πάλης (δες το κεφάλαιο 3) καθώς και ανάμεσα σε ανθρώπους με όλων των ειδών τις απόψεις για το εάν ή όχι οι αναρχικοί πρέπει να οργανώνονται ξεχωριστά (κεφάλαιο 8 για τον “πλατφορμισμό”) για το εάν ή όχι πρέπει να γίνονται μέλη συνδικάτων (κεφάλαια 6 και 7) για το εάν πρέπει να υποστηρίξουν το κίνημα αυτοκαθορισμού των καταπιεσμένων εθνών (κεφάλαιο 10) κ.λπ. Και γι’ αυτό ονομάζεται ΕΥΡΥΤΕΡΗ αναρχική παράδοση! Αλλά οι βασικές ιδέες είναι ξεκάθαρες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
– Bookchin, Murray (1995). Social Anarchism or Lifestyle Anarchism: An Unbridgeable Chasm. San Francisco: AK Press. – Gordon, Uri (2008). Anarchy Alive! Anti-authoritarian Politics from Practice to Theory. London/Anne Arbor MI: Pluto Press. – Graeber, David (2002). “The New Anarchists,” New Left Review 13. http:// newleftreview.org/A2368 – Meiksins Wood, Ellen (1998). The Retreat from Class: A New “True” Socialism. London/NY: Verso. – Price, Wayne (2009). “The Palestinian Struggle and the Anarchist Dilemma; Comments on Gordon’s Anarchy Alive!” http://www.anarkismo.net/article/12856 – Price, Wayne (2007). “Fragments of a Reformist Anarchism: A Review of David Graeber’s (2004) Fragments of an Anarchist Anthropology.” http://www.anarkismo.net/article/4979 – Schmidt, Michael, & van der Walt, Lucien (2009). Black Flame: The Revolutionary Class Politics of Anarchism and Syndicalism. Vol. 1. Oakland CA: AK Press.
*Κείμενο που γράφτηκε και δημοσιεύτηκε στο http://www.anarkismo.net Ελληνική μετάφραση “Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης”, Ιούλης 2009.
www.anarkismo.net/article/13713