Η αποτυχημένη γενική απεργία

Report this post to the editors

Πορτογαλία, 18 Γενάρη 1934

Greek translation of M. Baptista’s «The 18th of January 1934 general strike in Portugal».

Η γενική απεργία στις 18 Γενάρη 1934 ήταν η «τελευταία πράξη» του ανεξάρτητου ταξικού και επηρεασμένου από τους αναρχικούς συνδικαλισμού στην Πορτογαλία. Στην Πορτογαλία κυβερνούσε μια φασιστική δικτατορία μετά το πραξικόπημα στις 28 Μάη 1926. Το στρατιωτικό αυτό πραξικόπημα έφερε τον Salazar στην εξουσία, αρχικά ως υπουργό Οικονομικών, αλλά πολύ σύντομα, αφού απέκτησε τον έλεγχο ολόκληρης της κυβέρνησης ως πρόεδρο του υπουργικού συμβουλίου (δηλαδή πρωθυπουργό), θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι την τυχαία πτώση του από μια καρέκλα στην κατοικία του το καλοκαίρι του 1968.

Εμπνεόμενος από τα καθολικά εκκλησιαστικά δόγματα – ήταν πολύ στενός φίλος του πριμάτου (αρχιεπισκόπου) της Πορτογαλίας Cerejeira, ο οποίος ευλόγησε το καθεστώς και έθεσε την Καθολική Εκκλησία στην υπηρεσία της δικτατορίας – καθώς και από τις περισσότερες αντιδραστικές αντιδημοκρατικές τάσεις που επικρατούσαν τότε στην Ευρώπη, όπως αυτή του Charles Maurras, ο Salazar στόχευσε σε ένα συντεχνιακό καθεστώς στο οποίο τα αφεντικά και οι εργαζόμενοι θα συνεργάζονταν σε ένα «Συντεχνιακό Επιμελητήριο» πάντα υπό την πατερναλιστική επίβλεψη της κυβέρνησης. Το μοντέλο αυτό είναι περισσότερο ή λιγότερο το ίδιο που έχουμε και σήμερα με την υποχρεωτική ταξική συμφιλίωση σε μια «μόνιμη μορφή κοινωνικής συνεργασίας», όπου οι ηγέτες της ομοσπονδίας των εργοδοτών, οι ηγέτες των συνδικάτων και οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι κάθονται και συζητούν διάφορα θέματα, από την εργασιακή νομοθεσία μέχρι τον καθορισμό των κατώτερων μισθών, χωρίς οποιαδήποτε συμμετοχή της βάσης των συνδικάτων και, γενικά, για να «εφαρμόσουν» νέους νόμους και κανονισμούς που απλώς μειώνουν ή εξαλείφουν τις συλλογικές εγγυήσεις σχετικά με τις συμβάσεις εργασίας και τα κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων.

Αλλά το 1934, αφού ψηφίστηκε αναγκαστικά από το «Κοινοβούλιο» – που αποτελείτο μόνο από την Εθνική Ένωση (το μόνο, επίσημο πολιτικό κόμμα, με όλα τα μέλη του αφοσιωμένους φασίστες!) – ένα νέο Σύνταγμα (το 1933), που παραχωρούσε μεν μερικές ελευθερίες, αλλά, στην πραγματικότητα, επέτρεπε την αόριστη αναστολή τους, επέτρεψε τις όποιες εξαιρέσεις μόνο από την πλευρά της κυβέρνησης (ακριβώς όπως ο σημερινός Partiot Act και τα ευρωπαϊκά αντίγραφά του!), ο δικτάτορας αποφάσισε να εφαρμόσει τη συντεχνιακή (φασιστική) δομή του καθεστώτος.

Γι’ αυτό και χρειαζόταν νέους νόμους ώστε να έχει τα συνδικάτα συμμάχους με την πολιτική εξουσία, απαλλαγμένα από οποιασδήποτε ανεξαρτησία από το Κράτος, πολιτικά ελεγχόμενα, με «απολίτικους ηγέτες», που σημαίνει ότι θα ήταν πιστοί υπηρέτες της νέας τάξης και θα μπορούσαν ακόμη σε περίπτωση ανάγκης να καταγγέλλουν τους «κομμουνιστές» που διείσδυαν στις τάξεις τους.

Ο στόχος της επίθεσης αυτής ήταν να καταστραφούν τα υπολείμματα της CGT, που ήταν μέλος της IWA και αποτελείτο κατά πλειοψηφία από αναρχοσυνδικαλιστές, αλλά με σοσιαλιστική και κομμουνιστική μειοψηφία (κάτι που προκάλεσε διάσπαση τα μετέπειτα χρόνια, όταν ιδρύθηκε μια μικρή συνομοσπονδία με μερικά συνδικάτα ελεγχόμενα από τους κομμουνιστές). Η ίδια η CGT κηρύχτηκε παράνομη δεδομένου ότι είχε συμμετάσχει σε μια ανεπαρκώς προετοιμασμένη και αιματηρή εξέγερση τον Φεβρουάριο του 1927, αλλά τα συνδικάτα που ήταν μέλη της προηγούμενης από αυτήν συνομοσπονδίας δεν είχαν αρχικά κηρυχθεί παράνομα. Είχαν ακόμα τη δυνατότητα να διοργανώσουν δημόσιες συνεδριάσεις στα γραφεία τους, αλλά μόνο παρουσία της πολιτικής αστυνομίας, η οποία παρευρισκόταν σε κάθε συζήτηση. Επομένως, δεν ήταν πολύ εύκολο για οποιοδήποτε συνδικαλιστή να παρουσιάσει την άποψή του στους υπόλοιπους, δεδομένου ότι θα καταγραφόταν στα αρχεία της αστυνομίας ως ηγέτης.

Σύμφωνα με το κυβερνητικό διάταγμα που προκάλεσε τη γενική απεργία στις 18 Γενάρη 1934, όλα τα ανεξάρτητα συνδικάτα (εκείνα δηλαδή που δεν ήταν υπό κυβερνητικό έλεγχο) θα έχαναν την αναγνώρισή τους ως εργατικές ενώσεις, στην πράξη περνώντας πλέον στην παρανομία, καθώς τους απαγορευόταν να διαπραγματευτούν και να αντιπροσωπεύσουν τους εργαζομένους των αντίστοιχων επαγγελματικών τους κλάδων. Η μόνη «επιλογή» που είχαν ήταν να ενσωματωθούν στο (τότε) πρόσφατα δημιουργημένο «Συντεχνιακό Επιμελητήριο» και να γίνουν παραρτήματα του καθεστώτος.

Η επαναστατική γενική απεργία προετοιμάστηκε σε συνθήκες ολοκληρωτικής παρανομίας που περιγράφονται επαρκώς στα απομνημονεύματα του Emidio Santana, ενός συνδικαλιστή και αναρχικού που έζησε τα γεγονότα, καθώς και στα ιστορικά γραπτά του Edgar Rodrigues, που γράφτηκαν και εκδόθηκαν στα χρόνια της εξορίας του στη Βραζιλία. Αν και έχουν έρθει στο φως μερικές πρόσφατες μεταφράσεις και μελέτες στα αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, πολλές πληροφορίες διαθέσιμες στην πορτογαλική γλώσσα αγνοούνται ακόμα από τους ιστορικούς, κάτι που οφείλεται εν μέρει στις παρερμηνείες της σημασίας του πορτογαλικού εργατικού κινήματος στην Ιβηρική στα χρόνια πριν την Ισπανική Επανάσταση.

Οι αιτίες των αποτυχιών είναι θέμα συζητήσεων και διαμαχών, με μερικούς αναρχικούς να κατηγορούν το Κομμουνιστικό Κόμμα για την απόφασή του να δράσει ξεχωριστά και να αφήσει να διαφανούν σημάδια που προειδοποίησαν την πολιτική αστυνομία, προκαλώντας το φακέλωμα και τη σύλληψη μερικών ηγετών των εργαζομένων, όπως του Mario Castelhano και πολλών άλλων, την παραμονή της αποφασισμένης για την απεργία ημέρας.

Ωστόσο, οποιοιδήποτε και αν ήταν οι λόγοι για την αποτυχία, το γεγονός είναι ότι αυτή η γενική απεργία δεν θα είχε τη δύναμη να κατανικήσει ένα ήδη παγιωμένο καθεστώς, δεδομένου ότι οι στρατιωτικές και άλλες κατασταλτικές δυνάμεις ήταν όλες με την πλευρά της κυβέρνησης και αρκετές πολιτικές φυσιογνωμίες του αστικού κόσμου βρίσκονταν στη φυλακή, στην εξορία ή υπό συνεχή επιτήρηση. Οι τοποθεσίες όπου εκδηλώθηκαν ορατές προσπάθειες για μια τέτοια απεργία, όπως το Barreiro (βιομηχανική πόλη κοντά στη Λισσαβόνα), μερικές πόλεις του Alentejo (νότια περιοχή με πολλά μεγάλα αγροκτήματα και γεωργικό προλεταριάτο με παράδοση αγώνων) καθώς και τα βιομηχανικά κέντρα της Λισσαβόνας (Alcantara και Beato, και τα δύο κοντά στις αποβάθρες) καταλήφθηκαν από την αστυνομία και τη GNR (Guarda Republicana Nacional – είδος στρατιωτικής αστυνομίας).

Το μόνο μέρος όπου ξετυλίχθηκε μια σοβαρή επαναστατική προσπάθεια ήταν η πόλη Marinha Grande, κέντρο της βιομηχανίας γυαλιού, όπου οι επαναστάτες εργάτες κατέλαβαν το στρατόπεδο της GNR για μερικές ώρες.

Η CGT δεν είχε καμία κλίση αλλά και κανένα μέσο για μυστική παράνομη δράση (κανένα μυστικό καταφύγιο ούτε κάποια πηγή χρηματοδότησης από το εξωτερικό). Όμως το Κομμουνιστικό Κόμμα έκανε το ακριβώς αντίθετο. Και ήταν αυτό που προκάλεσε την υπεροχή του κομμουνιστικού σταλινισμού στις τάξεις των εργαζομένων της Πορτογαλίας και όχι μια οποιαδήποτε ανώτερη ικανότητα στην οργάνωση του αγώνα. Πριν από το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1926, τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν μια χούφτα και προέρχονταν συνήθως από τις τάξεις των αναρχικών. Η ελευθεριακή κομμουνιστική παράδοση ήταν αρκετά έντονη στις τάξεις των βιομηχανικών εργατών. Οι σοσιαλιστές (της Β’ Διεθνούς) είχαν κάποια επιρροή μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων, στους κλάδους του εμπορίου και των υπηρεσιών και οι ελάχιστοι Μπολσεβίκοι προέρχονταν κυρίως από τις τάξεις των αναρχοσυνδικαλιστών. Αλλά το 1919 η UON (Εθνική Ένωση Εργαζομένων»), πρόδρομος της CGT (Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας), ελεγχόταν ήδη από τους αναρχικούς, οι οποίοι υιοθέτησαν ως δικό τους τον Χάρτη της Αμιένης (Charter of Amiens), προτιμώντας την τακτική της άμεσης δράσης, έχοντας αρκετές επιφυλάξεις για την προπαγάνδα των πολιτικών κομμάτων μέσα στα συνδικάτα κ.λπ. Όμως δεν απέκλειαν κανέναν που ήταν μέλος κάποιου πολιτικού κόμματος. Στις Κεντρικές Επιτροπές της UON και της CGT υπήρχαν και μη αναρχικές μειοψηφίες, από σοσιαλιστές και κομμουνιστές αγωνιστές.

Στην Πορτογαλία μετά από την πτώση του φασιστικού καθεστώτος το 1974, αντίθετα με την Ισπανία του 1977-1978, κατά την πολιτική μεταβατική περίοδο δεν συγκροτήθηκε κάποια επαναστατική συνδικαλιστική ένωση ούτε επανιδρύθηκε η CGT (που διαλύθηκε στη δεκαετία του 1950 ως απόφαση μιας παράνομης συνέλευσης). Και αυτό επειδή οι μαρξιστικές-λενινιστικές τάσεις (και κυρίως το εξαρτώμενο από την τότε ΕΣΣΔ Κομμουνιστικό Κόμμα) είχαν πλέον αποκτήσει τεράστια δύναμη και ηγεμονία στις τάξεις των βιομηχανικών εργατών, ενώ οι αναρχοσυνδικαλιστές που προέρχονταν από την παλαιά CGT ήταν αρκετά λίγοι, μακριά ο ένας από τον άλλον και οι πιο πολλοί ήδη συνταξιούχοι και αποσυρμένοι από την ενεργό δράση. Η μόνη προσπάθεια ανασυγκρότησης στάθηκε η κυκλοφορία του κεντρικού οργάνου της πρώην CGT «A Batalha» («Η Μάχη») που έγινε και το πιο γνωστό πορτογαλικό αναρχικό έντυπο στο οποίο δημοσιεύονταν πλέον άρθρα και άλλα από αναρχικούς διαφόρων τάσεων, αρκετά πέρα από τις παραδοσιακές αναρχοσυνδικαλιστικές τάσεις.

* Το κείμενο αυτό γράφτηκε από τον Πορτογάλο σύντροφο Manuel Baptista και δημοσιεύτηκε στο www.anarkismo.net Ελληνική μετάφραση «ούτε θεός-ούτε αφέντης», 17 Γενάρη 2008.